Δε θα μιλήσω για έρωτα. Εξάλλου, αυτό που ζήσαμε απέχει πολύ απ’ το να χαρακτηριστεί «έρωτας». Για ‘σένα όχι για ‘μένα. Ο έρωτας είναι αμοιβαίος. Είναι ειλικρινής. Πάει κόντρα σε όλα και δε φοβάται. Ξεπερνάει εμπόδια και δυσκολίες. Παλεύει και στο τέλος κερδίζει. Εμείς χάσαμε. Και χάσαμε επειδή δε χαρακτήριζε τίποτα απ’ τα παραπάνω, ούτε εσένα ούτε τον «έρωτά» σου.
Δε θα μιλήσω για έρωτα. Θα μιλήσω για τον αιώνιο φόβο. Κάποιοι άνθρωποι απλά δεν είναι γραφτό τους να είναι θαρραλέοι. Κρύβονται για μια ζωή πίσω από φτιαχτά πρόσωπα, μάσκες προσεκτικά κατασκευασμένες, ώστε να μη βγει προς τα έξω τίποτα απ’ το αληθινό. Το ίδιο έκανες κι εσύ. Φοβόσουν. Φοβόσουν να με διεκδικήσεις ολοκληρωτικά, φοβόσουν να με κρατήσεις δίπλα σου, φοβόσουν να γίνεις μαζί μου ένα. Κι ο φόβος σου ήταν η δεύτερη φύση σου.
Σε γνώρισα κι είδα έναν άνθρωπο δυναμικό. Πού να ‘ξερα! Με κέρδισες με τις έξυπνες ατάκες σου και το ακόμη εξυπνότερο μυαλό σου. Με το απερίγραπτο ενδιαφέρον σου και την πρωτόγνωρη κτητικότητά σου. Με τρόπο έμμεσο –και ποτέ ξεκάθαρο– μου έδειχνες ένα ενδιαφέρον που προμήνυε πολλά.
Κι ύστερα σταμάτησες. Κάπου στην πορεία κώλωσες. Αν θέλουμε να μιλήσουμε ειλικρινά αυτό έκανες. Φοβήθηκες μέχρι αηδίας και κρύφτηκες ξανά. Γιατί κάπου στην πορεία κι εγώ άρχισα να ανταποκρίνομαι πιο πρόθυμα. Μόνο που τότε δεν το ήξερα. Σε πέρασα για εσωστρεφή και γοητεύτηκα απ’ το μυστηριώδη χαρακτήρα σου. Κι έκανα την πρώτη κίνηση θέλοντας να σε ανοίξω. Φοβήθηκες να μου πεις το «έλα» ακόμη κι αν το ήθελες, ακόμη κι αν πέθαινες να μου το πεις. Και με ανάγκασες να στο πω εγώ. Δεν είχα πρόβλημα να σε διεκδικήσω, μην παρεξηγούμαστε. Απλά ήταν κάτι που ξεκίνησες εσύ και το άφησες μισό.
Κι ύστερα; Γιατί περίμενα πως μια σχέση που ξεκινάει με φόβο θα καταλήξει κάπως διαφορετικά; Κάπου διαφορετικά; Όπως ακριβώς φοβόσουν να μου πεις το «έλα», στη συνέχεια φοβόσουν κάθε δυσκολία και κάθε εμπόδιο. Και κάθε φορά που φοβόσουν, εξαφανιζόσουν στο λεπτό, αφήνοντάς με μετέωρη να ψάχνω πού έκανα λάθος και σε έδιωξα.
Κι ύστερα εμφανιζόσουν πάλι σαν να μη συμβαίνει τίποτα και με τα υπέροχα λόγια σου κατάφερνες να παίρνεις μαζί σου κάθε αντίστασή μου. Γυρνούσες και δεν έμαθα ποτέ πού πήγαινες και γιατί. Έπαιρνες τις αντιστάσεις μου, γιατί σε άφηνα να τις πάρεις, δεν έπαιρνες, όμως, και την πίκρα μου. Μέχρι που ήρθε και μαζεύτηκε πολλή.
Κράτησε καιρό αυτή η βαλίτσα. Σε άφησα για καιρό να πηγαινοέρχεσαι χωρίς σαφείς εξηγήσεις και με λόγια αόριστα, δικαιολογίες ηλίθιες. Όμως, μωρό μου, κάποια στιγμή τα μάτια μου άνοιξαν και κατάλαβα. Κατάλαβα πως αγαπούσες περισσότερο το υπερεγώ σου από εμένα. Κατάλαβα πως δεν τολμούσες να ζήσεις αυτό που σου πρόσφερα σε όλο του το μεγαλείο. Δείλιασες μπροστά στα συναισθήματά σου -ή απλά μπροστά στη μεγαλειότητα των δικών μου, που δε στα έκρυψα ποτέ.
Κατάλαβα πως όλα έφτασαν πλέον στο τέλος τους –μήπως είχαν αρχίσει και ποτέ;– κι απλά, για ακόμη μία φορά, δεν ήξερες πώς να μου το πεις. Φοβήθηκες να μου πεις και το «φύγε» και προτίμησες να παίξεις, να με δοκιμάσεις, να με φτάσεις στα όριά μου για να δεις πότε θα μπορέσω να πω εγώ το πολυπόθητο για εσένα «τέλος».
Κι όταν το είπα κατάλαβα πως απέναντί μου είχα έναν τελείως διαφορετικό άνθρωπο από αυτόν που ερωτεύτηκα. Δυστυχώς για εσένα ερωτεύτηκα τη μάσκα σου. Κι ύστερα την έβγαλες. Κι έμεινε ένας άνθρωπος γυμνός και για εμένα τελείως αδιάφορος. Με αυτό το «φύγε» έδιωξα από πάνω μου κάθε αμφιβολία, κάθε βάρος, κάθε γιατί.
Δεν υπάρχουν «γιατί». Θα ήταν άδικο να καθίσω να ψάξω τους λόγους που σε έκαναν να αντιδράς έτσι. Και να τους βρω δε θα τους καταλάβω ποτέ. Δεν είσαι πολύπλοκος, μην αυταπατάσαι. Δειλός είσαι. Ένας άνθρωπος ανίκανος να εκπληρώσει ακόμη και τις πιο μικρές ανάγκες μου. Κι εγώ τους δειλούς δεν μπορώ να τους καταλάβω.
Δεν τη θέλω, μωρό μου, μια ζωή κρυμμένη. Κρυμμένη από ανθρώπους, κρυμμένη από συναισθήματα. Μια ζωή που να μην ξέρεις πώς να αγαπήσεις. Γιατί δεν ήξερες.
Μα στο τέλος σκέφτομαι. Μήπως με αγάπησες και ποτέ. Ίσως να ονόμασα εγώ φόβο την ανεπάρκεια των συναισθημάτων σου. Το προσπάθησα από κάθε πλευρά και με κάθε τρόπο να πετύχει κι απέτυχα. Κι όλες μου οι προσπάθειες σε έδιωχναν κάθε μέρα και πιο μακριά. Γιατί έτσι γίνεται όταν τα αισθήματα δεν είναι αμοιβαία.
Εγώ να πιστεύω στα καλογυαλισμένα ψέματά σου. Εσύ να βρίσκεσαι στην αδράνεια. Εγώ να προσπαθώ να σε φέρω κοντά μου με κάθε τρόπο νομίζοντας πως κι εσύ ο ίδιος θέλεις να τα καταφέρουμε. Εσύ να αρχίζεις να κινείσαι προς τα πίσω. Εγώ να συνεχίζω να σε κυνηγάω. Κι εσύ να συνεχίζεις να απομακρύνεσαι. Τέλος. Δε θέλω μια ζωή αγώνα δρόμου.
Πάρε, λοιπόν, το «φόβο» σου κι έξω απ’ την πόρτα μου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη