Δεν τον γουστάρει κανένας μας τον θάνατο. Δεκτό.
Και προσποιούμαστε πως δεν υπάρχει όσο ζούμε, πορευόμαστε λες και θα ζήσουμε αιώνια και ξαφνικά ο θάνατος κάποιου κοντινού προσώπου μας συγκλονίζει και ξεφεύγουμε για λίγο μόνο από την ψευδαίσθηση μας. Επανερχόμαστε όμως.
Καλώς; Κακώς; Ο καθένας έχει την προσωπική του οπτική.
Συνεχίζουμε λοιπόν να ζούμε. Με τα καθημερινά μας προβλήματα να μας απορροφούν, με τα σχέδια για το μέλλον άλλοτε να μας αγχώνουν κι άλλοτε να μας απελπίζουν στο ενδεχόμενο να μην πραγματοποιηθούν, με τους ανθρώπους γύρω μας που θεωρούμε δεδομένους και συχνά ενοχλητικούς, με τη ρουτίνα μας.
Πορευόμαστε καθημερινά με την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας. Αναβάλλουμε διαρκώς για ένα αόριστο «αργότερα», μας πνίγουν τα τόσα ανείπωτα λόγια που ελπίζουμε να τα ξεστομίσουμε κάποτε.
Μένουμε στην ονειροπόληση και όχι στην υλοποίηση, ανησυχούμε υπερβολικά για ζητήματα ήσσονος σημασίας, εντέλει παλεύουμε για πράγματα που είναι τόσο σταθερά όσο οι πύργοι στην άμμο.
Λέμε «χρόνια πολλά» λες και η ποσότητα τους είναι άμεση συνεπαγωγή της ευτυχίας μας. Υπάρχουν άνθρωποι που έζησαν λίγο και καλά και άνθρωποι που έζησαν πολύ, σχεδόν νεκροί κατά τη διάρκεια της ζωής τους.
Κάποιος έγραψε πως η επιστήμη κατάφερε να εμποδίσει την έναρξη της ζωής, όχι όμως και το τέλος της.
Ως άνθρωποι διακατεχόμαστε από τόσους φόβους και φοβίες, τις οποίες δίνουμε διάφορα ονόματα κατά καιρούς. Ο Γιάλομ υποστηρίζει βέβαια πως η βάση όλων αυτών, είναι ο φόβος του θανάτου που τις περισσότερες φορές δεν μπορεί να γίνει συνειδητός από τον άνθρωπο.
Το επόμενο στάδιο βέβαια είναι η νεύρωση. Και μην μου πείτε πως δεν είμαστε όλοι -λίγο ή πολύ- νευρωτικοί σήμερα.
Καρικατούρες του πραγματικού εαυτού μας, που ενδέχεται να μην γνωρίσουμε ποτέ από δειλία και μόνο.
Ανθρωπάκια που πιάνονται άτσαλα από τις προσωπικές τους επιτυχίες, από το πόσα χρήματα βγάζουν ή από το πόσους γκόμενους/ες έχουν ή είχαν. Άλλοι που διψάν για κοινωνική καταξίωση χάνοντας πολύτιμο χρόνο από τη ζωή τους. Πως το είχε πει ο Ελύτης;
«Πώς αφήσαμε τις ώρες και χάθηκαν προσπαθώντας απεγνωσμένα να κερδίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων.»
Άραγε πόσος χρόνος χαμένος;
Λένε πως όταν πλησιάζει ο θάνατος, φωνάζουν και καταριούνται οι άνθρωποι που δεν πρόλαβαν να ζήσουν όλα όσα ήθελαν. Εκείνοι που αξιοποίησαν τη ζωή τους με τον βέλτιστο τρόπο, είναι εκείνοι που έχουν «ειρηνικά τα τέλη της ζωής υμών».
Υπάρχουν βέβαια κι εκείνοι που πεθαίνουν ξαφνικά. Χωρίς να προλάβουν να κάνουν απολογισμό, χωρίς καν να το συνειδητοποιήσουν. Καλύτερα ή χειρότερα κανείς δεν ξέρει.
Είδατε, τόση ώρα αναλύουμε τον θάνατο των άλλων. Τον δικό μας ούτε να τον ονοματίσουμε μπορούμε. Πόσο μάλλον να τον συνειδητοποιήσουμε.
Οι ψυχολόγοι κρίνουν πως μια βασική αρχή της ευτυχίας σ’ αυτή τη ζωή είναι η συμφιλίωση με το θάνατο. Εμείς όμως επιμένουμε να τον αγνοούμε επιδεικτικά. Δεν είναι εύκολο να βγεις από αυτή την δίνη. Σύμφωνοι.
Όταν όμως συμβεί και συνειδητοποιήσεις πως όλα αυτά για τα οποία παλεύεις κάποια μέρα θα κλειστούν σε ένα κουτί κάτω από το χώμα, με πόση όρεξη μπορείς να συνεχίσεις να τα κυνηγάς;
Όσοι ασχολούνται λίγο , συνήθως εστιάζουν στις μεταθανάτιες ζωές και στην προσδοκία τους προς αποφυγή της αιώνιας ακινησίας και παγωμάρας.
Ψάχνουμε να πιαστούμε είτε από την επιστήμη, με την προσδοκία ότι μια μέρα θα μας καταστήσει αθάνατους, είτε από θρησκείες και ιδεολογίες προκειμένου να παρηγορηθούμε.
Το ειρωνικό είναι πως, ενώ οι περισσότεροι παραδέχονται την επιστήμη και υποτιμούν την (όποια) θρησκεία, μόλις χάσουν κάποιον δικό τους αρχίζουν και ψάχνονται. Έρχεται η ίδια η ζωή να μας ταρακουνήσει και μερικές φορές να μας αναγκάσει να επαναπροσδιορίσουμε τις σταθερές μας.
Σίγουρες απαντήσεις, δεν κατέχει κανένας άνθρωπος. Κι αυτό γιατί όλοι εν τω αυτώ κρίματι εσμέν. Ποιο; Τη θνητή μας φύση. Αυτό και μόνο μας καθιστά όλους ίσους ενώπιων του θανάτου.
Θα μπορούσε να πει κάποιος «Ωραία, ας πάμε να αυτοκτονήσουμε λοιπόν».
Εδώ καλείται ο καθένας μας να βρει νόημα βίου.
Σπάνια θα βρεις βέβαια άνθρωπο να σου απαντήσει στο αν έχει βρει το λόγο για τον οποίο ζει , το αν είναι αξιόλογος βέβαια, δεν είμαστε σε θέση να το κρίνουμε.
Ερχόμαστε λοιπόν σάυτόν τον κόσμο χωρίς να το έχουμε επιλέξει και πεθαίνουμε πάλι με τον ίδιο τρόπο. Τυχαία.
Άλλοι το λένε τύχη, άλλοι φύση, άλλοι Θεό.
Δεδομένου όμως ότι το τέλος έρχεται για κάθε άνθρωπο, είναι ανώφελο να μαλώνουμε για το ποια ερμηνεία είναι η σωστή. Εφόσον αναπαύει τον πρεσβευτή του, αφού δηλαδή ο άνθρωπος είναι ικανοποιημένος με αυτή, δεν πέφτει λόγος σε κανένα.
Είναι εντελώς προσωπική υπόθεση. Όπως και ο λόγος για τον οποίο ζει ο καθένας μας. Με το στανιό βέβαια δεν γίνεται να τον βρεις. Θα έρθει φυσικά κι όταν πλεόν είμαστε έτοιμοι να το δεχτούμε. Και τότε η τόσο μικρή σε διάρκεια ζωή μας, μπορεί να γίνει απίστευτα μεγάλη και πλούσια.
Εξάλλου αν δεν υπήρχε θάνατος, όπως λέει και ο Γιάλομ, θα μας ήταν απίστευτα βαρετή η αιωνιότητα και η αναβλητικότητά μας, δε θα ‘χε όρια.
Εδώ και τώρα λοιπόν.
Αν ήξερες ότι θα πεθάνεις αύριο τι θα ήθελες οπωσδήποτε να προλάβεις να κάνεις;
Μη χάνεις άλλο χρόνο. Κάν’το τώρα!