Έμαθα να μισώ πλέον τα Σαββατόβραδα. Θέλω να τους βάλω φωτιά σαν μια άλλη Άντζελα Δημητρίου και να σταματήσουν να υπάρχουν, να με βασανίζουν.
Για να κάνω μια αρχή κάπως πιο διευκρινιστική, στα είκοσί μου με μόνο φόρτο τη σχολή μου είπα να πιάσω μια δουλειά. Δεν είμαι και η μόνη φοιτήτρια εργαζόμενη, συνηθίζεται στις μέρες μας.
Έψαξα γη και ουρανό για να βρω κάτι βολικό και κυρίως έναν εργοδότη που κατανοεί το ό, τι δεν έχω προϋπηρεσία, μιας και από κάπου πρέπει να ξεκινήσω και εγώ. Μετά από αρκετή προσπάθεια βρήκα κάτι ικανοποιητικό. Σερβιτόρα σε ένα μπαράκι στο κέντρο, στη Σόλωνος.
Χαμογελαστή και ευδιάθετη, ακόμη και αν έχω ανάδρομο Ερμή και η μέρα μου πάει από το κακό στο χειρότερο, πιάνω δουλειά στις οκτώ. Οι καθημερινές κυλούν ήρεμα συνήθως με σταθερούς πελάτες που τους ξέρω με το όνομά τους πια. Όταν όμως έρχεται Σάββατο ψάχνω πέτρα να κρυφτώ. Το μαγαζί είναι γεμάτο από την αρχή της βάρδιάς μου.
Γεμάτα όλα τα τραπέζια και το μπαρ και εγώ κάνω αγώνα να πάω από την μια μεριά του μαγαζιού στην άλλη, χωρίς να μου πέσει ο δίσκος απ’ το χέρι.
Σταθερό τραπέζι Σαββατόβραδου, ο κύριος Γιώργος. Κάπου μεταξύ στα εξήντα πέντε με εβδομήντα, ζητάει ουίσκι σκέτο και απαιτεί συνεχόμενο γέμισμα στο μπολάκι των ξηρών καρπών. Μια φορά τον είχε πιάσει η ανάγκη να μιλήσει την ώρα που εγώ έπρεπε να εξυπηρετήσω άλλα πέντε τραπέζια. Νευριασμένος που δεν βρήκε παρηγοριά στον ώμο της νεαρής του σερβιτόρας, άρχισε να φωνάξει που είναι το αφεντικό μου. Δεν έχω αφεντικό κύριε Γιώργο, αλλιώς θα έκανα «γουφ» και θα κουνούσα την ουρά μου όλο χαρά.
Κλασικό παράδειγμα, επίσης η ξανθιά εικοσιπεντάρα που άπαξ και ζητήσει μπύρα θέλει και λεμονάκι. Μάλλον έχει βρει τον τρόπο να μετατρέπει στην βαρελίσια Heineken σε Carib, αλλά δεν μπορεί να εμφανίσει μόνη της και το λεμονάκι.
Μέσα στην πολυκοσμία, την μουσική στη διαπασών και τον αγώνα που κάνω να διατηρήσω σταθερό το δίσκο, έρχονται γύρω στις δώδεκα και οι αναποφάσιστοι.
Ένα τζιν τόνικ!
Εγώ μια κίτρινη τεκίλα.
Ή μάλλον φέρε και σε μένα μια τεκίλα.
Όχι, όχι κοπελιά, ένα Baccardi κόλα καλύτερα.
Μέχρι να του πάω το ποτό, έχει αλλάξει γνώμη άλλες δυο τρεις φορές. Μήπως θες να σου φέρω και ένα δίσκο στο κεφάλι, δώρο από το προσωπικό του καταστήματος;
Οι ώρες περνάνε και εγώ τρέχω και δεν φθάνω, ούτε χρόνο για ένα τσιγάρο στα κλεφτά δεν βρίσκω.
Κάπου στις τρεις μπαίνει μια κοριτσοπαρέα στο μαγαζί. Ντυμένες στην τρίχα, βαμμένες τόσο που νομίζεις οτι το μεικ απ και το κραγιόν θα ξεχειλίσουν και φορώντας δωδεκάποντα που δεν μπορούν να περπατήσουν με ευκολία. Κάθονται σε ένα τραπέζι γωνία και οι τέσσερις με ίσια πλάτη, φτιάχνοντας κάθε τρεις και λίγο το μαλλί, μη τους ξεφύγει καμιά τρίχα.
Με attitude wannabe θεογκόμενας και εμφάνιση αποτυχημένης τριαντάρας και ας είναι είκοσι και κάτι ψιλά, με κοιτάνε με μισό μάτι και παραγγέλνουν με θράσος. Η παραγγελία τους, τρία cosmopolitan για να αναβιώσουμε τα δοξασμένα χρόνια του «Sex and the city» κι ένα φυσικό χυμό μπανάναβύσσινο για την κοπελιά που παίρνει αντιβίωση. Μισό λεπτάκι, γλυκιά μου να στύψω την μπανάνα.
Κάπου στις πέντε που αρχίζουμε να αδειάζουμε και έπαψα πλέον να εξυπηρετώ non-stop, έρχεται ένα ζευγαράκι μες στην καλή διάθεση. Κάθονται και αργώ να πάω για παραγγελία μιας και ο αναποφάσιστος με την παρέα του αποφάσισαν να πληρώσουν, αλλά εντελώς τυχαία δεν μπορούν να αποφασίσουν ποιανού σειρά είναι να κεράσει.
Χάνομαι κάπου ανάμεσα στα πέντε εικοσάρικα που εμφανίζονται μπροστά μου για έναν λογαριασμό δεκαπέντε ευρώ.
Πηγαίνοντας να εξυπηρετήσω το ζευγάρι, νοιώθω την κούραση να μου χτυπάει δυνατά την πόρτα και να θέλω να καταρρεύσω. Αυτοί από την άλλη είναι γεμάτοι χαμόγελα και ευγενικοί, κάτι που εγώ έχασα στην πορεία της βραδιάς. Παραγγελία απλή, χωρίς παραξενιές και αλλαγές. Υπομονετικοί, φαίνονται σαν να με κατανοούν απόλυτα. Αναθαρρεύω και κάθομαι να κάνω ένα τσιγάρο όσο περιμένω από τον μπάρμαν τα ποτά. Τους βλέπω να μιλάνε, να χαμογελάνε και όχι να νευριάζουν που μπορεί να περιμένουν πέντε λεπτά παραπάνω.
Όταν πηγαίνω την παραγγελία, ακούω ένα «ευχαριστούμε», μπορεί σιγανό, αλλά μου αρκεί.
Τελικά, το μόνο που χρειάζεσαι είναι λίγο περισσότερο σεβασμό.