Είμαστε κι εμείς οι λίγο πιο κυνικές, αυτές που δε θα νιαουρίσουν, που θα βουλώσουν στόματα, θα στρέψουν βλέμματα στο πάτωμα, εν ολίγοις, αυτές που θα τους πεις μία και θα σου πούνε δέκα.

Μια μέρα καθόμουνα με τη γιαγιά μου, συζητώντας για αγόρια, άντρες, γκόμενους, σχέσεις και παντρειές.
Ό,τι μου δημιουργεί το ίδιο συναίσθημα με το να μιλάω για μάσκαρες και κραγιόν: το ξέρω ότι τα χρειάζομαι, το ξέρω oτι όσο και αν τ’αντιπαθώ έχω κάμποσα νεσεσέρ γεμάτα στο σπίτι, αλλά δε θα χολοσκάσω κι αν βγω έξω φορώντας μόνο τη φυσική μου λάμψη και γοητεία.
Γιατί πάνω απ’ όλα, εκτός από κυνικές, έχουμε την πολυτέλεια να είμαστε και φυσικές καλλονές.

Μου απευθύνει, λοιπόν, η γηραιά την εξής ερώτηση: «Αν σου πει καμιά κουβέντα παραπάνω εκεί που διαφωνείτε, τι θα κάνεις;».
Ευκολάκι και της ανταπαντώ όλο σιγουριά: «Θα του τη γυρίσω πίσω φορτωμένη και στολισμένη, σα λατέρνα».
«Ε πάει, μόνη σου θα μείνεις», αποφάνθηκε τελικά η γιαγιά και άρχισε να πιάνει με απελπισία το κεφάλι της.

Αρχίζω, οπότε, να παλεύω να βγάλω άκρη για το πώς θα συμβιβάσω την περηφάνια μου με τον αφορισμό της προγονής μου μιας και η γνώμη της έχει τριπλή βαρύτητα.

Φέρνοντας στο μυαλό μου, ένδοξες διαφωνίες με συντρόφους μου.
Ποτέ μα ποτέ μα ποτέ, ακόμα κι αν κέρδιζα στον καυγά, οι κουβέντες μου, δε με είχαν ωφελήσει. Ούτε εμένα, ούτε εκείνον, ούτε εμάς.

Αντιθέτως, μάλιστα, κάποιες φορές που η κατάσταση απαιτούσε δυο σπασμένα πιάτα, αλλά ήμουν πολύ κουρασμένη να τεντωθώ στο ράφι να τα πιάσω, το θέμα τακτοποιείτο εντός ολίγων ωρών με πολύ κομψές διαδικασίες.   

Τι ορίζω ως κομψότητα;
Εξήγηση: Αντί να διαολίζομαι, να συσπάται το κουκλίστικο μουτράκι μου και να ρυτιδιάζω για την αταβιστική του ηλιθιότητα, να φέρνω στο μυαλό μου την εικόνα της μοιραίας μέγαιρας και να προσαρμόζω τη φωνή μου αναλόγως.

Αυτή τη φωνή, που δε στάζει ούτε μέλι, ούτε φαρμάκι.
Τη φωνή που συνοδεύεται από βλέμμα «μπορεί να πάτησα καρφί αλλά δε μου κάηκε κιόλας».

Τι κατάφερνα στο τέλος με αυτές τις κομψές διαδικασίες;
Όχι, δεν κατάφερνα να τον κάνω να καταλάβει, ούτε δικαιωνόμουν, ούτε κατάφερνα να αποτρέψω την επανάληψη κάποιας, εξοντωτικής για τα νεύρα μου, συμπεριφοράς του.

Αυτό που κατάφερνα ήταν πολύ πιο σημαντικό.
Διατηρούσα, πάντα, την ψυχραιμία μου μέχρι να μπορέσω να του μιλήσω χωρίς να είναι μωρό, χωρίς να είναι κάποιος που χρειάζεται να σώσω από την ακατάσχετη βλακεία του.
Μόνο έτσι μπορούσα να του μιλήσω και να με πάρει στα σοβαρά, να του μιλήσω και να με ακούσει αντί να περιμένει να εξαντληθώ ή να κλείσει ο λαιμός μου από την τσιρίδα.

Μόνο τότε μπορούσα να του μιλήσω και να είμαι κυρία και όχι στρίγκλα, στα μάτια του.

Απαραίτητο αξεσουάρ; Σεβασμός για τον άλλο, κυνισμός για εμένα.

Απαραίτητη προϋπόθεση; Να σκάσω. Και μεταφορικά και κυριολεκτικά.

Κάπως έτσι κατάλαβα ότι είχε δίκιο η γιαγιά μου: «Τα βόδια τα δένουν απ΄ τα κέρατα, τον άνθρωπο απ΄τη γλώσσα».

Καλύτερα, λοιπόν, καμιά φορά να την αφήνω στη θέση της από το να τη βγάζω και να μην μπορώ να τη μαζέψω. 

Συντάκτης: Αλεξία Ζαφειροπούλου