Τα λέει ο Lenny Kravitz στο «Always on the run» και βρισκόμενη στο κατώφλι της τρίτης δεκαετίας της ζωής μου (καλά, άντε ένα βήμα μετά το κατώφλι), ήρθε η ώρα να αξιωθώ να πω κάτι που ποτέ δε θα τολμούσα να παραδεχτώ σαν έφηβη και από εγωισμό, ούτε σα νεαρή ενήλιξ.
Τι είμαι, τι κάνω, τι πιστεύω και πως ακούγομαι όταν μιλάω είναι εντελώς «εγώ», το μισό. Γιατί το άλλο μισό είναι ό,τι μου ‘μαθε η μαμά μου.
Εδώ θα αναγκαστώ να παρατηρήσω, συγκρίνοντας πάντα την κ. Ελένη με τη μάνα του Lenny, οτι οι απανταχού μανάδες πρέπει να βγάζουν κάποιο κρυφό σχολειό, που τους δίνει κατευθύνσεις να μην παρεκκλίνουν από την παγκόσμια οδηγία περί ανατροφής τέκνων.
Κι ενώ το «γάλα βλάχας» είχε αναλάβει την ευθύνη να μας μεγαλώσει για να είμαστε γερά παιδιά, οι δικές μας οι μανάδες ήταν αποκλειστικά αφοσιωμένες στο να μας ενισχύσουν το μέσα μας, με τον ίδιο τρόπο που πέφτει το μπετόν αρμέ στις οικοδομές.
Εν ολίγοις, στο σπίτι θα είμαστε για φίλημα κι έξω απ’ το σπίτι έτοιμοι να ρίξουμε κλωτσιές.
Kυρίαρχοι του κόσμου, απαιτητικοί κι αποφασιστικοί, με καρδιά γενναία κι ευαίσθητη, προσπαθώντας για τα πολλά, αλλά εκτιμώντας και τα λίγα.
Ευγνώμονες κι επίμονοι.
Τουλάχιστον έτσι τα κατάλαβα, όπως τα λέει ο Λένος. Κι έτσι τα κατάλαβα όπως πιπίλαγε τ’ αυτιά μου όλες τις ώρες της ημέρας η Ελένη. Λογικά έτσι θα τα έχετε καταλάβει κι εσείς, μιας και είστε περήφανα τέκνα ελληνίδων μανάδων.
Πέρα από τα γενικά, που επαναλαμβάνονταν με εμμονική συχνότητα και απευθύνονταν και στα δύο φύλα, οι κοριτσομάνες έτειναν να είναι πιο ομιλητικές. Ή έχοντας χτυπημένο στο dna μας το γονίδιο του ανεκτικού αυτιού, εμείς τα κορίτσια ακούγαμε κάτι παραπάνω από την παρότρυνση να πάρουμε παντού μια ζακέτα.
Όπως επίσης σπάνια βομβαρδιζόμασταν με τη γεμάτη αγωνία και φορτωμένη με την υποχρέωση άμεσης ανάληψης δράσης –σε περίπτωση αρνητικής απάντησης- ερώτηση: «Έφαγες τίποτα; Πεινάς;». Πιθανότερο ήταν ν’ακούσω την ώρα που ετοίμαζα ένα τοστάκι για την πάρτη μου την ατάκα που με εξωφρένιαζε: «ρώτα και τον αδερφό σου αν θέλει ένα».
Βεβαίως όλοι μάθαμε πολύ νωρίς πως «μάνα είναι μόνο μία» και πως «η οικογένεια είναι πάνω απ’ όλα». Όπως επίσης και πως με ένα ποτήρι νερό στα γεράματα, τους έχουμε και τους δυο, μάνα-πατέρα, στο χέρι!
Η διαφορά μ’ εμένα και τον αδερφό μου έγκειτο στο οτι αν εγώ ξέσπαγα την αγωνία μου στα νύχια μου, θα είχα ένα ζοφερό μέλλον μεγαλώνοντας, αφού τα φαγωμένα νύχια είναι γνωστό τοις πάσι ότι συνεπάγονται του ενάτου κύκλου της κολάσεως.
Για να μην αναφερθώ στη ζωηρότατη εικόνα από το μέλλον, όπου εγώ μοιάζω με 1.70 καστανή σταφίδα επειδή έκατσα στον ήλιο χωρίς αντηλιακό κι ομπρέλα για ένα 20λεπτο παραπάνω.
Πως έχει η κατάσταση σήμερα; Το νύχι μου έχω να το δω άβαφτο από τότε που ο Μπράντον τα είχε με την Κέλλυ και στις διακοπές κουβαλάω ευλαβικά ομπρέλες που ρουφάνε την ακτινοβολία σα φρέντο και τη στέλνουν πίσω από ‘κει που ήρθε, ενώ τα αντηλιακά μου έχουν δείκτη προστασίας επιπέδου πορτιέρη σε στριπτιτζάδικο.
Να προσθέσω εδώ, σε περίπτωση που διαφεύγει σε κάποιον, πως ο «νυχτερινός ύπνος δεν αντικαθίσταται». Μέχρι εκείνο το κατώφλι που λέγαμε, όμως, τα κοκτέιλ στέκονται άξιοι αναπληρωτές και αποζημιώνουν ποικιλοτρόπως (αυτό το ξέρει αλλά δεν το λέει η μανούλα).
Και φυσικά, πόσους από εσάς θα σας έντυνε η μαμά σας λες και πηγαίνατε για συνέντευξη στο νηπιαγωγείο και όχι για να παίξετε με τα τουβλάκια; Η δικιά μου, άγνωστο για ποιο λόγο, ήθελε να είμαι κομματάκι overdressed, τονίζοντας πάντα τη σημασία του να αποπνέεις κομψότητα και κύρος. Έχασκα εγώ πασαλειμμένη με το παγωτό, αναρωτώμενη αργότερα, στα χρόνια τα κατοπινά, πόσο πρέπει να μάσαγε τη γλώσσα της στη θέα της αρβύλας και του μπουφάν flight. (εσείς οι κάτω των 30 που δε θα το καταλάβετε μπορείτε να το googlάρετε. Το ξέρω οτι θα σας φανεί απίστευτο αλλά αυτή ήταν η unisex μόδα γυμνάσιο-λύκειο).
Η γνώση του ξεσκονόπανου συνοδεύετο από τα μαθήματα που παραδίδονταν ενισχυμένα με «παραδείγματα από τη ζωή» και «χρόνια εμπειρία», στα οποία έπρεπε να συμφωνήσουμε πως θα πειθαρχήσουμε καθώς «δε χρειάζεται να πάθεις για να μάθεις», αλλιώς «ήθελές τα κι έπαθές τα».
Εγώ ξέρω, πάντως, πως ό,τι κι αν έπαθα κι ό,τι κι αν γλίτωσα, οφείλεται κατά ένα μεγάλο μερίδιο στην υστερική φύση της μανούλας για την οποία είμαι, πια, περήφανα ευγνώμων.
Εδώ να προσθέσω, πως η σύμπνοια των μητρικών εγκεφάλων, καθιστά δυνατή την πιθανότητα, σε ενδεχόμενη συνεύρεσή μου με τον Lenny, της ανταλλαγής γελώτων και σχολίων περί των εν οίκω εκ μητρός εμπειριών μας. Για δες!
Πόσο φτωχή, πλην γραφική, φαντάζει σαν απάντηση σε ολόκληρη αυτή τη λίστα, και την άλλη τόση, η ανέκαθεν κλασσική ατάκα: «Άσε μας ρε μάνα!».