Το Καστέλο της Ροδοδάφνης ή αλλιώς ο Πύργος της Δουκίσσης Πλακεντίας, είναι ένα κτίριο που ακούγεται πολύ στην Αθηναϊκή σκηνή για τις ανατριχιαστικές κραυγές που βγαίνουν από εκεί τα βράδια, φώτα να αναβοσβήνουν και ψηλές φιγούρες να φαίνονται μέσα από τα παράθυρα. Πολλές είναι οι μαρτυρίες ανθρώπων που μιλούν για αρνητική ενέργεια στο σπίτι και πολλοί είναι οι θρύλοι που προσπαθούν να την εξηγήσουν. Ας δούμε όμως την ιστορία από την αρχή.

Η Σοφί ντε Μαρμπουά-Λεμπρύν (Sophie de Marbois-Lebrun), η οποία έφερε τον τίτλο Δούκισσα της Πλακεντίας, ήταν Αμερικανο-Γαλλίδα, κόρη Γάλλου διπλωμάτη και σύζυγος του Δούκα της Πλακεντίας (Πιατσένσα), πόλης στη βόρεια Ιταλία. Εστίασε στη βοήθεια του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων, με μεγάλη οικονομική και κοινωνική συνεισφορά κατά τα πρώτα χρόνια εδραίωσης του ελληνικού κράτους. Γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1785 στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ. Το 1804 παντρεύτηκε τον στρατηγό Σαρλ Λεμπρύν. Μαζί απέκτησαν το 1804 μια κόρη, την Ελίζα, την οποία λέγεται πως αγαπούσε υπερβολικά. Η συμβίωση όμως του ζευγαριού ήταν προβληματική και σύντομα κατέληξαν να ζουν σε διάσταση χωρίς ποτέ να εκδοθεί διαζύγιο. Η Σοφί εγκατέλειψε τη Γαλλία και διέμεινε στην Ιταλία. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε μαζί με την κόρη της στην Ελλάδα, όπου και πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της μέχρι τον θάνaτό της.

Το 1837, απεβίwσε η κόρη της από νόσημα, πιθανώς οφειλόμενο στην πανώλη. Η Δούκισσα δεν ξεπέρασε ποτέ τον χαμό της αγαπημένης της κόρης. Επέστρεψε στην Αθήνα με το βαλσαμωμένο κορμί της. Τοποθέτησε το άψυχο σώμα της στο υπόγειο της προσωρινής κατοικίας της στην οδό Πειραιώς, το οποίο είχε μετατρέψει σε παρεκκλήσι, έχοντας σκοπό να θάψει τη μικρή σε μεγαλοπρεπή ναό που σκόπευε να κτίσει στην Πεντέλη. Το μέγαρο της Ροδοδάφνης, άρχισε να οικοδομείται τρία χρόνια αργότερα. Στα τέλη του 1847 όμως, ξέσπασε πυρκαγιά στην οικία της δούκισσας στην Αθήνα κι εκεί συνέβη κι η μεγάλη τραγωδία της αποτέφρwσης της σωρού της κόρης της. Αυτό οδήγησε τη Δούκισσα σε μεγάλη ψυχολογική σύγχυση.

Σύμφωνα με τους μύθους της εποχής, η αγάπη της ήταν τόσο μεγάλη και παθολογική που κρατούσε το ταριχευμένο πτώμ@ της μέσα στο αρχοντικό και φερόταν στην κόρη της σαν να ήταν ζωντανή. Όπως αναφέρεται σε διάφορες πηγές «οι μύθοι για τη Δούκισσα της Πλακεντίας, υποστηρίζουν ότι γύριζε με μια λευκή νυχτικιά γύρω από το ανάκτορο τις νύχτες κι όσοι περνούσαν από ‘κει νόμιζαν ότι ήταν φάντασμα, ή νεράιδα». Κανείς δεν τολμούσε να περάσει από κοντά, ενώ πολλοί έλεγαν πως μια λευκοντυμένη μορφή τριγύριζε στα ερείπια ψάχνοντας, άλλοι άκουγαν παράξενες φωνές κι ουρλιαχτά ανύπαρκτων σκύλων. Παράλληλα, λεγόταν πως πραγματοποιούσε μυστηριώδεις μαζώξεις με περίεργους καλεσμένους, πως διατηρούσε σχέσεις με λήστaρχους της εποχής και πως είχε ασπαστεί τον σaτaνισμό μετά τον απογοητευτικό χαμό της κόρης της.

Στα τελευταία χρόνια της ζωής της, δε δεχόταν καμία επίσκεψη εκτός από τη Δεσποινίδα των Τιμών, τη Φωτεινή Μαυρομιχάλη, την οποία κι η ίδια είχε αναθρέψει, και την κόρη του ήρωα του Μεσολογγίου, Χρήστου Καψάλη. Απεβίwσε το 1854 σε ηλικία 64 χρονών. Μέχρι το θάνaτό της ήταν ντυμένη στα άσπρα σαν φάντασμα, αδύνατη, έχοντας παρακρούσεις. Μίλαγε στην κόρη της κι έκλαιγε ώρες ολόκληρες. Ετάφη μαζί με την κόρη της στον Πύργο της, στην Πεντέλη. Ο ανιψιός της από τη Γαλλία, ως κληρονόμος της, πούλησε τα περισσότερα κτήματά της στο ελληνικό Δημόσιο.

Το Καστέλο της Ροδοδάφνης, παρέμεινε σε ημιτελής κατάσταση έως το 1959 που ορίσθηκε από το κράτος ως κατοικία του τότε Διαδόχου και μετέπειτα βασιλέως Κωνσταντίνου Β’, ο οποίος εγκαταστάθηκε εκεί από το 1961 έως το 1964. Σήμερα η χρήση του έχει περιέλθει στον Δήμο Πεντέλης, ο οποίος το χρησιμοποιεί ως πνευματικό κέντρο. Η ιστορία της Δούκισσας της Πλακεντίας είναι ένας καθρέπτης της τότε κοινωνίας. Μία γυναίκα που θρηνούσε τον χαμό της κόρης της και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ξεφύγει από την πραγματικότητα. Κατέληξε ένας μύθος για την πόλη των Αθηνών. Ίσως, τελικά τα πραγματικά φαντάσματα να μην ήταν ποτέ κάτι υπερφυσικό, αλλά ο πόνος μίας μάνας που έχασε το παιδί της, ποτισμένος στους τοίχους του πύργου.

 

Πηγή εικόνας

Συντάκτης: Έφη Ζ.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Κουτσουρά