Ξύπνησα με το χέρι μουδιασμένο, πεσμένο παρατημένα εκτός ορίων κρεβατιού κι ακουμπισμένο με τα δάχτυλα γυρισμένα προς τα μέσα, στο πάτωμα.
Παραδίπλα ένα τασάκι με ένα γενναίο μερίδιο τσαλακωμένες γόπες, δυο κρασοπότηρα, μερικά χαρτομάντηλα και δυο προφυλακτικά με ό,τι απέμεινε να μαρτυράει το πάθος που γέμισε τους τοίχους του δυαριού, το προηγούμενο βράδυ.
Κοιμάμαι πάντα στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού κι ενίοτε φιλοξενώ παρέα στη δεξιά.
Αν η παρέα είναι άνετη κι ακομπλεξάριστη συνήθως ξυπνάει δίπλα μου με χαμόγελο και έτσι έχω να περιμένω πρωινή αγκαλιά και άλλον ένα γύρο λαγνείας.
Μ’ αρέσουν οι λαγνείες.
Ιδίως οι καλοκαιρινές γιατί σε άλλο βαθμό ερεθίζεσαι με το ηλιοκαμμένο δέρμα, τη γεύση της αλμύρας στο λαιμό, τα γυμνασμένα χέρια που θέλουν να ξεφύγουν από τα περιοριστικά t-shirt.
Οι χειμερινές είναι άλλη φάση, σε «δένουν» λίγο περισσότερο στα διαδικαστικά και κάνουν τις εξόδους κομματάκι τις άκομψες. Τι εννοώ;
Λοιπόν! Φτάνεις μέχρι το σπίτι μες στα γέλια, τις αγκαλιές και τα ασυγκράτητα φιλιά.
Εννοείται είσαι κόκκαλο, αφού επί δύο ώρες στο μπαρ γιορτάζατε το επερχόμενο one night stand με σφηνάκια, για να τσουγκρίσετε να πάει κάτω κάθε λέξη, που σας έβρισκε σύμφωνους στην κοσμοθεωρία της νύχτας.
Κι εννοείται πως το μόνο που βλέπεις αφού ξεκλειδώσεις την πόρτα είναι το μονοπάτι που οδηγεί στο κρεβάτι σου.
Προτίμησες να πάτε στο δικό σου σπίτι, για να τον γλιτώσεις από την αμηχανία του να ξεστομίσει μια από τις άπειρες προφάσεις, τύπου, «πάμε σπίτι μου να σου δείξω αυτόν το σπάνιο δίσκο που σου έλεγα, να ανοίξουμε ένα καλό μπουκάλι κρασί που μου είχαν φέρει δώρο από την Ανταρκτική, να συνεχίσουμε την κουβέντα πιο άνετα γιατί είναι πολύ δυνατά η μουσική εδώ μέσα» και πολλές ακόμη ευφάνταστα αστείες δικαιολογίες.
Αρχίζετε, λοιπόν, να γδύνετε ο ένας τον άλλο ανυπόμονα και παίρνετε θέση βιαστικά στην πιο κοντινή οριζόντια επιφάνεια, τύπου καναπέ, τραπέζι, κρεβάτι, whatever.
Κι αφού πηδηχτείτε, γελάσετε, ξαναπηδηχτείτε, μαζεύεστε να βρείτε παπλώματα και t-shirt για να μην ξυπνήσετε με πέντε ψύξεις και δύο πνευμονίες.
Την άλλη μέρα το πρωί, αν η παρέα είναι καλή, θα στύψεις πορτοκαλάδες, θα ψήσεις τοστ και κρουασάν και θα χαρίσεις στον άλλο την πρωινή σου έμπνευση, που συνοψίζει λίγο ή πολύ την προσωρινή φύση της χθεσινοβραδινής σου διάθεσης.
Χαριτωμένα πάντα.
Τουτέστιν, ας ρουφήξουμε τις βιταμίνες μας κι ας πάμε στη μέρα μας.
Όλα όμορφα! Απλά και κατανοητά.
Υπάρχουν όμως και οι κακές παρέες.
Είναι εκείνοι, που αν δε σου έκαναν τη χάρη να φύγουν μες στη νύχτα και να σε αφήσουν ν’ απλωθείς σαν αστερίας στην κρεβατάρα σου, την άλλη μέρα θ’ανοίξουν το στόμα τους και θα βγει από μέσα ό,τι ανασφάλεια και κόμπλεξ υπάρχει, σε μορφή λεκτικού βατράχου που θες απεγνωσμένα να ξαναπηδήξει μες στο βάλτο απ’ τον οποίο ξεμύτισε.
Είναι αυτοί που θα τους φτιάξεις καφέ και θα σου πουν τρομαγμένα «δεν προλαβαίνω, πρέπει να την κάνω, έχω να συναντήσω έναν φίλο».
Είναι αυτοί που θα σε ακούσουν να τραγουδάς στο μπάνιο και θα νομίζουν ότι παράλληλα σκέφτεσαι την ώρα που θα τους συστήσεις στους γονείς σου.
Είναι αυτοί που είναι τόσο καταραμένα εγωιστές και αρρενοπαθείς, (δικιά μου λέξη που περιγράφει τους πνιγμένους στην αντρίλα τους) που δεν τους κόβει ότι υπάρχει η πιθανότητα, να ήθελες το βράδυ σας να καταλήξει στο κρεβάτι κι όχι στην εκκλησία.
Είναι αυτοί που όταν κλείσεις την πόρτα πίσω τους μένεις να στέκεσαι απογοητευμένη.
Γιατί χαράμισες για πάρτη τους, τις τελευταίες φέτες του τοστ.