Ανεξιχνίαστη περίπτωση ο έρωτας, δεν οδηγείται από τη λογική, δεν υπάρχει εξήγηση. Είναι ίσως που όταν τον ζούμε, δεν πατάμε καλά στη γη, πετάμε επάνω σε πολύχρωμα συννεφάκια ελπίζοντας ότι επιτέλους θα ζήσουμε το δικό μας παραμύθι. Κι αντί να το ζήσουμε, τελικά το τρώμε. Και δεν καταπίνεται με τίποτα.
Υπάρχει μια στοίβα με αποτυχημένες σχέσεις, ξεθωριασμένα όνειρα που μετά από χρόνια έγιναν και vintage, που πετάξαμε στο χρονοντούλαπο του μυαλού μας, μαζί με χίλιες και μία μάταιες προσπαθειες για happy ending. Μα όλα αυτά δε μας σταμάτησαν από το να προσπαθήσουμε ξανά. Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο όμως, γιατί τείνουν να φεύγουν πάντα εκείνοι που θέλαμε απεγνωσμένα να μείνουν. Να κατηγορήσουμε την τύχη μας τελικά; Τις κακές μας επιλογές; Την τύχη; Ή μήπως υπάρχει κάποια ανώτερη δύναμη κάπου εκεί έξω -που προφανώς γελάει μαζί μας σαρκαστικά- που κινεί τα νήματα; Κι αν αποδώσουμε ευθύνες, ποιος φταίει; Αυτός που έμεινε ή αυτός που έφυγε; Πώς θα τελειώσει το story; Η αγάπη υπάρχει, ή μόνο ο συμβιβασμός; Γιατί κουραστήκαμε πια να θέλουμε κάτι και ποτέ να μην το έχουμε.
Τραγελαφικό που ήμασταν έτοιμοι να ρισκάρουμε και να τινάξουμε τα πάντα στον αέρα για έναν έρωτα- είμαστε άραγε τρελοί όσοι ακόμη πιστεύουμε σ’ αυτήν την ουτοπία; Αυτό το γνωστό αφήγημα λέω, ότι υπάρχει κάποιος εκεί έξω για εμάς, που είναι πρόθυμος να κολυμπήσει θάλασσες, να περάσει βουνά, να μηδενίσει χιλιόμετρα, να χτίσει γέφυρες, να μας διαλέξει πάνω απ’ όλους κι όλα λες και ξαφνικά θα ξεχαστούν όσοι δε μας διάλεξαν και θα μετανιώσουν που έφυγαν κρυφά μέσα στη νύχτα, σαν κρυφοί εραστές που τους βρήκε η ανατολή. Ή μήπως δεν έφυγαν ποτέ και μετατράπηκαν σε κολοκύθες; Μιλάμε και για παραμύθια, εξάλλου, ας είμαστε καλυμμένοι τουλάχιστον.
Είναι μήπως κανένα χωρατό που μας κάνει το σύμπαν; Που μόλις ερωτευόμαστε ξαφνικά εμφανίζονται μυστηριώδεις αριθμοί σε δυάδες και τριάδες και ψάχνουμε σαν μυστικιστές σε μια κρυφή καλύβα προσπαθώντας να τους αποκωδικοποιήσουμε σαν τον κώδικα Da Vinci, ένα πράγμα; Μπας και βρούμε το απόκρυφο νόημα, ποια μοίρα υφαίνει το νήμα της κι έβαλε αυτόν τον έρωτα στον δρόμο μας και γιατί. Μην το ψάχνετε, απάντηση δε βρίσκεται.
Ίσως να επιμένουμε να ψάχνουμε τη λογική εξήγηση, γιατί δεν αντέχεται η απόρριψη. Κι αν έπρεπε να μάθουμε ένα μάθημα ή να περάσουμε κάποιο τεστ, σίγουρα κοπήκαμε όλοι. Αυτή η ελπίδα, η ακατανίκητη επιθυμία να βρούμε το ένα και μοναδικό μας ταίρι και να πετάξουμε μαζί του στο σεληνόφως -ή έστω μέχρι τη χώρα που δε φυσάει ποτέ μοναξιά- ζει και βασιλεύει μέσα μας χλευάζοντάς μας, κάνοντας game over και «φτου» κι απ’ την αρχή. Έχουμε διάφορα παιχνίδια κατά νου: κρυφτό, picaboo (κου κου τσα -χωρίς το τσα αφού δεν το βρίσκουμε αυτό που θέλουμε) κλέφτες κι αστυνόμοι, κορώνα-γράμματα, ψάχνοντας τον Νέμο -γιατί δεν ξέρω για εσάς, αλλά εμείς νιώθουμε λες και παίζουμε με τις πιθανότητες κάθε φορά που τολμάμε να ρισκάρουμε να θέλουμε να μείνει κάποιος. Είμαστε όμως γενναίοι, αυτό μας το αναγνωρίζουμε. Δεν πτοούμαστε, δεν εγκαταλείπουμε -βάλτε τεκίλα να σας τα πω, η κατάσταση σηκώνει αλκοόλ- είμαστε τίμιοι αναζητητές της αγάπης και δεν ντρεπόμαστε καθόλου. Το δηλώνουμε περήφανα. Είμαστε όμως και πολύ παραπονεμένοι γιατί το «θέλω» το δικό μας , είναι το «δεν μπορώ» των άλλων.
Όποιος θέλει να μείνει, μπορεί. Δεν υπάρχουν κακοί χρονισμοί, αδιαπέραστα εμπόδια, κακές συγκυρίες , αποστάσεις, δε χρειαζόμαστε χρόνο, χώρο, ούτε να τα βρούμε με τον εαυτό μας. Δε χρησιμοποιούμε φθηνές δικαιολογίες, δε φοβόμαστε τη δέσμευση, δε μας νοιάζει ότι έχουμε ανοιχτές πληγές, ούτε καν κοιτάμε πόσο καταστροφικές για την καρδούλα μας στιγμές ζήσαμε. Φοράμε την πανοπλία μας και πέφτουμε στη μάχη. Άλλωστε, στο παιχνίδι της φυγής, όποιος νικήσει χάνει.
Όσοι μένουμε, είναι γιατί δε θέλουμε να σταματήσουμε να πιστεύουμε στη μαγεία. Ίσως είμαστε τρελοί, ίσως πάλι οι τρελοί να πηγαίνουν πιο μακριά από τους λογικούς. Ας φανταστούμε λοιπόν έναν κόσμο που δε θα χρειάζεται να συμβιβαστούμε με ό,τι βρούμε, αλλά θα κυνηγάμε αυτό που θέλουμε και θα παλεύουμε γι’ αυτό επειδή μπορούμε. Επειδή μας αξίζει. Θα μένουμε και θα μένουν για εμάς. Κι όσοι έφυγαν, να περνάνε καλά κι όσοι έμειναν να περνάνε καλύτερα μαζί μας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου