Συγγραφέας ονομάζεται το πρόσωπο που χαλιναγωγεί τον γραπτό λόγο με σκοπό να μεταφέρει ιδέες, σκέψεις, συναισθήματα, να δημιουργήσει εικόνες και τέχνη. Αν μπορούσα να το περιγράψω θα έλεγα πως ένα ψήγμα της ψυχής μου βγαίνει κάθε φορά που γράφω -σε κάθε σελίδα, σε κάθε άρθρο, δημιουργώντας σχήματα και χρώματα κάθε λογής. Για να γραφτεί ένα βιβλίο, μυθιστόρημα, διήγημα, ποίημα, θεατρικό έργο, δοκίμιο ή νουβέλα προϋποθέτει να υπάρχει ένα όραμα, μια έμπνευση, μια σπίθα που θα πυροδοτήσει εκατομμύρια σκέψεις.
Υπάρχει βέβαια για όλους τους συγγραφείς μια στιγμή που οι λέξεις βγαίνουν πιο εύκολα, άλλες φορές με ροή, άλλες συναισθηματικά φορτισμένες από προσωπικά βιώματα, άλλες πάλι δίχως να βγάζουν νόημα κατά μεσής του ύπνου -γιατί δεν υπάρχει και ξεκούραση όταν ξυπνά η έμπνευση. Η στιγμή αυτή συνήθως έρχεται για μένα -και πολλούς άλλους ανθρώπους που γράφουν- μόλις το ρολόι σημάνει 00:00 και η μέρα μηδενίσει. Εκείνη τη στιγμή που οι άνθρωποι κοιμούνται, η πένα ζωντανεύει και θαρρώ πως γράφει μοναχή της κι εγώ απλώς ακολουθώ. Τη νύχτα επικρατεί μια μαγική ησυχία, η πόλη είναι φωτισμένη από το φεγγάρι που στέκεται εκεί ψηλά και με κοιτάζει, ενώ η μουσική που με συντροφεύει στη γραφή μου προκύπτει από τους ήχους της φύσης που εκείνη την ώρα συνήθως οργι@ζει.
Είναι εύκολο να γράφω τη νύχτα, ακούω καθαρά τις σκέψεις μου μακριά από τον όχλο και τη φασαρία, τα αυτοκίνητα που βιαστικά κινούνται και τους ανθρώπους που περπατούν προς όλες τις κατευθύνσεις, η μέρα για όλους σταματά και για μένα μόλις τώρα αρχίζει -κι αυτό δε θα πω ψέματα, με εξιτάρει. Η απελευθέρωση μέσα μου, μού φέρνει απίστευτη γαλήνη και δίνει κίνηση στις άκρες των δαχτύλων μου -μια αίσθηση που δε θα ξεπεράσω ποτέ. Σαν άνθρωποι όμως είμαστε ικανοί για θαύματα, αλλά έχουμε και αδυναμίες, για τις οποίες είναι δύσκολο κι επώδυνο κάποιες φορές να γράφω. Δεν είναι πάντα εύκολο λοιπόν να μιλάω για πράγματα που με θυμώνουν, που με πνίγουν ή απλώς με βρίσκουν αντίθετη. Κι είναι μεγάλη η ευθύνη απέναντι στον αναγνώστη που βασίζεται σε μένα για να πάρει δύναμη, να ταυτιστεί, να αγαπήσει, να κατανοήσει, να ανακουφιστεί και απαιτεί να είμαι αν όχι η καλύτερη πτυχή του εαυτού μου, σίγουρα η πιο αληθινή.
Τις νύχτες εκείνες λοιπόν, τις καλοκαιρινές κυρίως που γράφω το βιβλίο μου σελιδούλα τη σελιδούλα δε θέλω να με βλέπω σαν ένα υπαρκτό πρόσωπο που κάθεται στην καρέκλα του, μα σαν αιθέρα, ανάλαφρη επάνω σ’ ένα σύννεφο να γίνομαι ένα με το γραπτό μου, αφιερώνοντας όλη μου την αλήθεια, σε μερικές εκατοντάδες λέξεις. Γιατί ούτε εγώ, ούτε κανένας δεν πρέπει να ξεχνάει πως στόχος του συγγραφέα δεν είναι μόνο η προσωπική του συγκίνηση και το να βρεθεί αυτός σε έκσταση, αλλά η συναισθηματική κινητοποίηση του αναγνώστη. Δεν αρκεί μόνο το ταλέντο, χρειάζεται και γνώση και ψάξιμο και πειθαρχία για τις μέρες που δε θέλω να γράψω. Αλλά πιο πολύ από όλα, αυτό που μου ζητά η συγγραφή είναι να έχω τη θέληση να τσαλακωθώ, να γεμίσω τρύπες και γραμμές, να μη γίνω μόνο ο ήρωας, αλλά και ο κακός. Να συνεχίσω να μεταλλάσσομαι, να εξελίσσομαι συνεχώς, να γίνομαι ευάλωτη και τρωτή, να αγγίζω χορδές που φοβάμαι και να σκεφτώ, να κάνω χώρο στα συναισθήματα μου ώστε αυτά να μπορέσουν ν’ απλωθούν σ’ όσες σελίδες θέλουν.
Τη νύχτα λοιπόν, την ώρα που βρίσκεστε στην αγκαλιά του Μορφέα, εμένα θα με βρείτε στο αγαπημένο μου σημείο του μπαλκονιού, σε μια κρυφή γωνία, μ’ ένα κερί με άρωμα λεβάντα και γιασεμί, μ’ ένα τεράστιο ποτήρι coca cola και με κάτι κρακεράκια αγκαλιά, φορώντας την τυχερή μου μπλούζα, να ξύνω το κεφάλι μου νευρικά, να γράφω μανιακά και να επιζητώ την ερωμένη μου την έμπνευση.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου