Οι άνθρωποι είμαστε ασυνείδητα εθισμένοι βαθιά σε ό,τι μας καταστρέφει, αντικαθιστώντας τον έναν εθισμό με κάποιον άλλον, για να κατευνάσουμε προσωρινά τις ανάγκες μας. Απελπισμένα αναζητούμε το έντονο συναίσθημα της ολοκλήρωσης σε κάθε τομέα της ζωής μας, μάταια όμως, καθώς καταλήγουμε στο ένα λάθος μετά το άλλο και βρισκόμαστε εν κατακλείδι πιο βαθιά χωμένοι στην παγίδα που οι ίδιοι στήσαμε, αλλάζοντας απλώς μορφή στο πρόβλημα κι όχι βρίσκοντας τη λύση σε αυτό. Ποιο όμως είναι εν τέλει το πρόβλημα;
Το πρόβλημα φυσικά είναι πως δεν μπορούμε να φτιάξουμε κάτι, με το εργαλείο και τον τρόπο που το χάλασαν. Τι εννοώ με αυτό; Δημιουργούμε ρίζες μένοντας από συνειδητή επιλογή σε ανθρώπους, καταστάσεις, μέρη που δεν είναι πρόσφορα, δεν καρποφορούν κι ως επόμενο δεν έχουν κι απολύτως τίποτα να μας προσφέρουν. Από φόβο μην προχωρήσουμε σε κάτι πιο άσχημο, παραμένουμε σε κάτι ήδη άσχημο, με φυσικό αποτέλεσμα να χάνουμε το όμορφο. Καταστροφικοί σαν σύνολο κι αυτοκαταστροφικοί για τους εαυτούς μας, εμποδίζουμε ηθελημένα ή άθελά μας την εξέλιξή μας, καταδικάζοντας εμάς αλλά και τους γύρω μας σε άσκοπα βασανιστήρια.
Αυτό συμβαίνει γιατί η δύναμη της συνήθειας είναι πιο επιζήμια απ’ όσο κανείς φαντάζεται· δε είναι τυχαίο εξάλλου πως η συνήθεια είναι η χειρότερη ασθένεια, διότι σε κάνει ν’ αποδέχεσαι αμαχητί τα πάντα, ακόμη και το να μην είσαι ευτυχισμένος. Στο όνομά της, θυσιάσαμε τα καλύτερά μας χρόνια, τη δοξάσαμε απορρίπτοντας καθετί εξαιρετικό, για κάτι γνώριμο, κάτι οικείο, ασφαλές. Ωστόσο, επειδή κάτι φαντάζει γνώριμο, δε σημαίνει απαραίτητα κι ότι είναι η βασική αρχή που πρέπει να ακολουθηθεί, αλλά η αρχή που θα βοηθήσει να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που είναι επιτακτική ανάγκη ν’ αλλάξει. Γιατί μια κατάσταση μάς κάνει να αισθανόμαστε οικειότητα; Είναι μια συνήθεια που μας εγγυάται υγεία κι ευημερία ή είναι μια συνήθεια που απλώς μας κρατάει πίσω; Σαφώς, κάνοντας αλλαγές, νιώθουμε άβολα και ξένα κι αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό. Ωστόσο, δε θα πρέπει να μας σταματά αυτό, διότι και το τσιγάρο παραδείγματος χάρη, συνήθεια είναι, μα όταν πάρει κάποιος την απόφαση να το κόψει κι αισθάνεται νευρικότητα την περίοδο της αποτοξίνωσης, συνεχίζει κι αντιλαμβάνεται πως παραμένει μια συνήθεια βλαβερή και πως στο τέλος της γραμμής, κοιτάζοντας πίσω, θα αναγνωρίσει πως έπραξε σωστά.
Έτσι και με την επιλογή ενός «λάθος» ατόμου. Ναι, ο έρωτας είναι τυφλός, δεν είναι όμως κι επιζήμιος, ή τουλάχιστον δε θα έπρεπε να είναι. Το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής, της ελεύθερης βούλησης υπάρχει για ν’ αποδεικνύεται ότι αν κάτι δεν υπηρετεί την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας, δεν έχει σκοπό ή απλώς δεν μπορεί ν’ αλλάξει, τότε δεν υπάρχει λόγος να το κρατάμε «από συνήθεια» γιατί στην πραγματικότητα, δεν έχουμε ρίζες. Αν δε μας αρέσει το «μέρος» που βρισκόμαστε, έχουμε πάντα την επιλογή να φύγουμε. Και φυγή, δε σημαίνει δειλία και σίγουρα δε σημαίνει εγκατάλειψη. Κάποιες φορές σημαίνει απλώς, ότι παρ’ όλο που θέλουμε κάτι πολύ, δεν είναι απόλυτο ότι μας αξίζει κιόλας.
Σημαντικό λοιπόν είναι ο κάθε ένας από εμάς ν’ αφουγκραστεί τις βαθύτερές του επιθυμίες, να θέσει επωφελείς στόχους ακολουθώντας μια πορεία και ν’ αφαιρέσει την ενδυμασία του «θύματος» των καταστάσεων χωρίς να κάνει κάτι για ν’ αλλάξουν, γιατί δεν ωφελεί πουθενά και σε τίποτα. Η επανάληψη ενός ψέματος δεν το κάνει αλήθεια, έτσι κι η επανάληψη μιας ασύμφορης κατάστασης μόνο επειδή μοιάζει οικεία, δε την κάνει ωφέλιμη. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, θα πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε πως έχοντας το δικαίωμα της επιλογής, έρχεται μαζί της κι η ευθύνη να μην αναπαράγουμε τη γνωστή σε όλους φράση «οι κακές συνήθειες δεν κόβονται» δικαιολογώντας την απραξία και τη στασιμότητα κι ας αναρωτηθούμε επιτέλους: Είναι η συνήθεια που μας κρατάει πίσω, ή μήπως είναι ο ίδιος μας ο εαυτός που αρνείται να καταλάβει πως αν δεν αντισταθούμε στη συνήθεια, τότε εκείνη θα μετατραπεί σε ανάγκη;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου