Σχέση, μια λέξη που ο ορισμός της συχνά τρομοκρατεί άπαντες στο άκουσμά της, καθώς συνοδεύεται από δέσμευση, ειλικρίνεια και συχνά, αποκλειστικότητα. Δεν είναι ο μοναδικός τίτλος όμως να περιγραφεί μια ερωτική επαφή, καθώς με τα χρόνια όλο και λιγότεροι άνθρωποι επιθυμούν την ολοκληρωτική δέσμευση κι έχουν δραπετεύσει σε άλλες «λύσεις», λιγότερο πιεστικές κι αγχωτικές. Συχνά μιλάμε για τις πασίγνωστες «σχεδόν σχέσεις» που περιλαμβάνουν το να περνάς όμορφα μ’ ένα πρόσωπο και να συνευρίσκεστε σ3ξουαλικά, αλλά δεν είναι αρκετό ή δεν επιθυμείτε να βάλετε την ταμπελίτσα του «μαζί». Επίσης συχνά αναφερόμαστε στην ερωτική μας κατάσταση με ένα πρόσωπο λέγοντας πως «έχουμε κάτι», «περνάμε καλά», «κάτι παίζει», «βλεπόμαστε», τίτλοι οι οποίοι είναι αόριστοι κι αφήνουν μια αίσθηση απορίας στον αέρα, όχι μόνο για εμάς και το άλλο πρόσωπο, αλλά και για τους κοντινούς μας ανθρώπους. Το σίγουρο είναι πως δεν είναι σχέση. Είναι απλώς «κάτι» που του λείπει η διαύγεια.
Στα αγγλικά ονομάζεται «we have a thing» κι αν μπορούσαμε να το προσδιορίσουμε ως προς το τι είναι τελικά, θα λέγαμε πως είναι μια ψευδής αίσθηση ελευθερίας. Μιλάς με ένα πρόσωπο, ανταλλάσσετε καθημερινά μηνύματα, κλήσεις, βγαίνετε ραντεβού, είστε μαζί αλλά όχι αποκλειστικά, τα συναισθήματα που αναπόφευκτα σχηματίζονται είναι αμοιβαία, αλλά ακόμη, το τοπίο είναι θολό. Θα έλεγε κανείς πως αυτή είναι μια σχέση και οι άνθρωποι που διαφωνούν βρίσκονται απλώς σε άρνηση, κάτι που δεν ισχύει φυσικά.
Μια σχέση απαιτεί ομαδική δουλειά και συνεχόμενη εξέλιξη ανάμεσα στο ζευγάρι, απαιτεί μεγάλη ποσότητα κατανόησης, υποχωρήσεων, στήριξης κι ενσυναίσθησης, αλλαγή συνηθειών, πρόσβαση σε κομμάτια του εαυτού μας που είναι ευάλωτα, εμπιστοσύνη πως το άτομο που βάζουμε στη ζωή μας έχει μεν τη δύναμη να μας πληγώσει, αλλά έχουμε την πίστη πως δε θα το κάνει, ανοιχτή επικοινωνία και γενικώς μια σχέση είναι πολλά παραπάνω από το «φαίνεσθαι» και προϋποθέτει να είμαστε παρόντες και να πράττουμε αναλόγως. Το «κάτι» λοιπόν, είναι μια διέξοδος για εκείνους που δεν επιθυμούν όλη αυτή τη σκληρή δουλειά, γιατί είτε δεν έχουν θεραπευτεί από το τραυματικό τους παρελθόν, είτε γιατί προτιμούν την ελευθερία τους και την ατομικότητά τους, είτε γιατί δεν έχουν τον απαιτούμενο χρόνο να επενδύσουν σε μια σχέση.
Οι διαφορές είναι εμφανείς: Οποιαδήποτε στιγμή, αν ο ένας εκ των δυο ενδιαφερομένων αποφασίσει πως πλέον δε λειτουργεί η μεταξύ τους επαφή, μπορεί να αποχωρίσει χωρίς εξηγήσεις κι εναποθέσεις ευθυνών, άβολες συζητήσεις, περίσσια λύπη, στάδια χωρισμού και σταδιακής δημιουργίας συναισθηματικού χάσματος. Αυτό συμβαίνει γιατί οι ζωές των ερωτικών συντρόφων δεν έχουν διασταυρωθεί και κατά αυτόν το τρόπο δε θα επηρεαστεί αρνητικά η κοινωνική, οικογενειακή κι επαγγελματική τους ζωή. Μια «σχέση» κάτω από το φως των αστεριών, ένας άνθρωπος που βλέπαμε μια φορά τη βδομάδα και κρατούσαμε από τη συνάντηση μόνο τα θετικά, μια επαφή επιφανειακή, αλλά ίσως και πιο βαθιά χωρίς όμως το άλλο άτομο να γνωρίζει, ένα μήνυμα στις δυο τα ξημερώματα για σ3ξουαλικές περιπτύξεις χωρίς ενεργό ρόλο στη ζωή μας, ίσα που να ξεγελάσει λίγο τη μοναξιά μας.
Αν μπορούσε λοιπόν να οριστεί το «κάτι», θα ήταν ένα διάλειμμα από την ψυχοφθόρα καθημερινότητα που έχει καταβάλλει τη ζωή μας, δίχως ουσία όμως, δίχως βαρύτητα και σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να μπερδευτεί με βαθιά συναισθήματα όπως η αγάπη, ο έρωτας κι η οικειότητα. Εξίσου, δε θα μπορούσε να ονομαστεί και «φίλοι με προνόμια» ή «ελεύθερη σχέση», διότι όταν οι έννοιες μιξάρονται, οι άνθρωποι τείνουν χάνουν το νόημα, ρισκάροντας να χάσουν πολλά παραπάνω από απλώς τον χρόνο τους.
Είναι ιδανική μια τέτοια κατάσταση; Εξαρτάται από το τι ζητά ένας άνθρωπος. Ίσως βέβαια και τότε η απάντηση να παραμένει όχι, γιατί όπως και να το κάνουμε, τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη μοναδικότητα της ουσιαστικής ολοκληρωμένης σύνδεσης κι αγάπης μεταξύ δυο ανθρώπων που έχουν θέληση να κάνουν τα αδύνατα δυνατά να πετύχει το μεταξύ τους. Είναι απλώς μια εύκολη λύση για να γλιτώσουμε από περιττό πόνο κι εν τέλει, αποτυγχάνουμε κιόλας, διότι ως άνθρωποι αποτελούμαστε από συναισθήματα που όσο βαθιά κι αν προσπαθήσουμε να τα θάψουμε, εκείνα πάντοτε θα βρίσκουν τον δρόμο προς την επιφάνεια. Μυστική συνταγή δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο το προφανές: αν δε ρισκάρεις για κάτι, το έχεις ήδη χάσει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου