Ο καλύτερος κι ο χειρότερος σύμβουλος, το αλκοόλ. Μπίρες, βότκες, τεκίλες, τζιν κι άλλα πολλά για να επιλέξεις. Άλλα σου κάνουν ζημιά κι άλλα ούτε που σ’ αγγίζουν. Πόσες φορές άραγε τα έχουμε κοπανήσει με την παρέα μας και πόσες ακόμα θα το κάνουμε στο μέλλον. Πάντα θα υπάρχει αυτή η αιώνια διαμάχη: Το αλκοόλ λέει αλήθεια ή παραμύθια;
Προσωπικά, τάσσομαι υπέρ της πρώτης άποψης. Λέει αλήθεια κι ακόμα κι αν την παραφουσκώνει, ψέματα δε θα πει ποτέ. Κι είναι φορές που μας έκανε να βάλουμε το χέρι στην τσέπη, ν’ αρπάξουμε το κινητό, να πληκτρολογήσουμε και να στείλουμε στον παραλήπτη «πού είσαι;», «σε θέλω», «μου λείπεις» κι όλα τα συναφή. Αφήσαμε μηνύματα σε ανθρώπους που δεν έπρεπε και σε άλλους που έπρεπε. Είπαμε και κάναμε εκείνα που δεν υπήρχε περίπτωση να επιχειρήσουμε όντας νηφάλιοι.
Εγωισμός κι αξιοπρέπεια.Διαφορετικά μεν, με την ίδια κατάληξη δε. Κανένα απ’ τα δύο δε μας αφήνει να κάνουμε αυτό που πραγματικά θέλουμε. Τα μετράμε πολύ αυτά τα δύο οι άνθρωποι, ίσως πολύ παραπάνω απ’ όσο πρέπει. Να στείλουν αυτοί, λέμε και κλαίμε κι είμαστε περήφανοι για το στιβαρό μας προφίλ.
Λογική και πρέπει. Όντας νηφάλιοι γνωρίζουμε τα θετικά και τ’ αρνητικά. Γνωρίζουμε πως δεν αρμόζει να χτυπάμε τα κουδούνια βραδιάτικα, γνωρίζουμε πως δεν αξίζει να ασχολούμαστε με τελειωμένες καταστάσεις. Ακόμη ξέρουμε πως η ζήλια είναι υποτιμητική προς τον ίδιο μας τον εαυτό. Μην κοιτάτε τους παθολογικά άρρωστους με τη ζήλια που και νηφάλιοι είναι το ίδιο και το αυτό. Στους φυσιολογικούς ανθρώπους αναφερόμαστε που δε θα παραδεχτούν ποτέ των ποτών ότι ζηλεύουν. Αυτό είναι το δείγμα του λογικά σκεπτόμενου ανθρώπου σήμερα.
Κοίτα όμως να δεις πώς τα φέρνει η ζωή καμιά φορά! Μία του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και τον τσακώσαμε. Το ίδιο λέει και το αλκοόλ όταν σε συναντάει κι έχει εκείνο το χαιρέκακο γέλιο, γιατί ξέρει πως κανείς και τίποτα δεν του ξεφεύγει. Όλα στη φόρα.
Ναι, όντως, ορισμένα πράγματα δε θα τα κάνουμε και δε θα τα πούμε ποτέ με το χέρι στην καρδιά και στη φωτιά άμα λάχει. Δεν είναι όμως τα χέρια το πρόβλημα, τα χείλη είναι. Βρέξε το χειλάκι σου με εκείνο το αγίασμα που λέγεται αλκοόλ και θα δεις πως όλα καταρρίπτονται. Λες και βαράει μια ένεση στη λογική και τη ναρκώνει και να σου το συναίσθημα να μεγεθύνεται και να χορεύει όλο χάρη μέσα στο όμορφο σου κεφαλάκι. Όλα κάμπτονται εκτός από αυτό. Αυτό σε καίει όπως σε καίνε κι οι υποσυνείδητες σκέψεις σου.
Τις καταχώνιασες στο πίσω μέρος του μυαλού σου νομίζοντας πως ξεμπέρδεψες. Τις ξέχασες εντελώς κι αυτές βρήκαν τον τρόπο να σ’ εκδικηθούν. Σ’ έπιασαν απροετοίμαστα μεθυσμένο και σου την έφεραν. Μα καλά κι εσύ, δεν ξέρεις πως όταν έχεις κάτι να κρύψεις δεν πρέπει ούτε να το μυρίσεις το αλκοόλ; Τα ‘θελες και τα ‘παθες, μου φαίνεται.
Και για να τελειώνουμε, οι δικαιολογίες του τύπου «είχα πιει, συγγνώμη», «ήμουν μεθυσμένος, δεν ήξερα τι έκανα» κομμένες. Μπορεί σίγουρα κανένα απ’ αυτά τα ευτράπελα να μη μας είχαν συμβεί αν δεν είχαμε πιει, αλλά ας πούμε την αλήθεια μεταξύ μας. Τα είχαμε σκεφτεί και τα είχαμε χιλιοαναλύσει όταν ήμασταν νηφάλιοι. Πίνοντας γινόμαστε βιβλία ανοιχτά να μας διαβάσουν, απελευθερωνόμαστε απ’ όλα όσα μας πνίγουν.
Ο καθένας από εμάς αποφασίζει μόνος του τι πρέπει και καλώς τον πνίγει και τι όχι. Το ποτό όμως μόνο ένα δρόμο ξέρει, αυτόν του «θέλω» κι αυτόν του «νιώθω». Ο κόσμος να χαλάσει θα θέλεις και θα νιώθεις χωρίς να σε νοιάζει. Αν εσένα δεν σου αρέσει αυτός ο δρόμος μην τον επιλέξεις. Μείνε απλά μακριά απ’ το αλκοόλ.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη