Έχω βαρεθεί ειλικρινά, να με ρωτάνε πώς και γιατί. Τι του βρήκα, γιατί τον ερωτεύτηκα, τι έχει κάνει για μένα. Έχω ακούσει εκατοντάδες φορές πως δεν αξίζει τον έρωτά μου, πως είναι κάτι πολύ φθηνό που αγοράζω κάθε μέρα πολύ ακριβά.

Σε όλους αυτούς που δεν είχα την ευκαιρία ν’ απαντήσω –γιατί δε μ’ άφησαν κανένα περιθώριο– αρκεί να πω πως τον ερωτεύτηκα γιατί έτσι γούσταρα. Δηλαδή εσείς οι άλλοι, όταν ερωτεύεστε το κάνετε επειδή αξίζει; Το κυνηγάτε, δηλαδή, να συμβεί; Γιατί εγώ, τουλάχιστον, σε καμία περίπτωση δεν το ήθελα. Απλά συνέβη να είναι αυτός ο συγκεκριμένος άνθρωπος το μεγαλύτερο λάθος μου κι ο μεγαλύτερος έρωτάς μου ταυτοχρόνως.

Προσωπικά, δεν καταλαβαίνω γιατί εγώ κι ο καθένας που ερωτεύτηκε τον λάθος άνθρωπο, πρέπει σώνει και ντε να τα βάψει μαύρα. Ναι, γέλασα στην αρχή και το αρνήθηκα. Και ξαναγέλασα πιο δυνατά, μήπως και δε μ’ άκουσαν την πρώτη φορά. Μήπως και δεν πείστηκαν όλοι εκεί έξω πως δεν τον γουστάρω. Κι ύστερα θύμωσα. Θύμωσα με μένα, όχι με τους άλλους. Αφού ο εαυτός μου το φώναζε πως είμαι ερωτευμένη μαζί του, γιατί εγώ τον αγνοούσα παντελώς; Νομίζω τον είδα τότε ξεκάθαρα να σκάει ένα ειρωνικό χαμόγελο λες και ξέρει τη συνέχεια. Λες και προφήτευε πως στο βούρκο που είχα πέσει, έμελλε να κυλιστώ για πολύ καιρό ακόμα.

Και συνέχισα ν’ αρνούμαι. Και χτυπήθηκα και νευρίασα και πως δεν πεθαίνω γι’ αυτόν, είπα. Ούτε στους φίλους μου δε μίλησα. Έτσι, για να πιστέψουν πως τον είχα πια ξεχάσει. Η ντροπή μου και μόνο για τα συναισθήματά μου με οδηγούσε στο ν’ ανοίγω το στόμα μου και να ξεστομίζω πως ήταν ένα καλοκαιρινό ειδύλλιο και τίποτα παραπάνω. Τίποτα σπουδαίο τέλος πάντων.

Τόση επιμονή και τόσο πείσμα γιατί; Το μόνο που κατάφερνα ήταν να έρχομαι όλο και πιο κοντά του. Να τον σκέφτομαι όλο και περισσότερο. Καμία ψυχραιμία δεν είχα να επιδείξω για ν’ αντιμετωπίσω τα θέλω μου. Τα έβαζα κάτω ξανά και ξανά κι ο λογαριασμός δεν έβγαινε. Αυτός είχε δώσει δυο-τρεις στιγμές που έτυχε να του περισσεύουν ενώ εγώ έδωσα τον εαυτό μου χωρίς διακανονισμούς, συμφωνίες κι εγγυήσεις. Και το τραγελαφικό της υπόθεσης είναι ότι δεν μπορούσα να σκεφτώ, έστω έναn λόγο, για να το κάνω.

Επόμενο ήταν λοιπόν, να σπάσουν τα νεύρα μου. Κι όταν σπάνε τα νεύρα σου, κλαις. Όχι, μη φανταστείτε, δεν εννοώ τα δάκρυα που τρέχουν υγρά κάτω απ’ τα μάτια και κυλάνε ως τα μάγουλα. Τ’ άλλα εννοώ, αυτά που πονάνε περισσότερο. Τα δάκρυα της ψυχής. Όταν κλαίει η ψυχή σου, τότε είναι που πονάς πραγματικά.

Και κάπου εκεί ανάμεσα στα δάκρυα, επανήλθε η λογική μου στο προσκήνιο. Είναι αναγκαίο να συμφωνούμε με τον εαυτό μας και να τα βρίσκουμε μαζί του σε τέτοιες περιπτώσεις. Δεν αξίζει να παλεύουμε μ’ έναν τέτοιο δυνατό αντίπαλο, όπως τον έρωτα. Είναι αυτό που λένε πως ο έρωτας κινεί και βουνά. Το έχετε ακουστά;

Να ερωτεύεστε με όλο σας το είναι και να το αποδέχεστε, όταν συμβαίνει. Σ’ αυτούς που δεν ενδιαφέρονται, δεν έχετε να δώσετε λογαριασμό. Όσο για τους άλλους, εκείνους που θέλουν να ξέρουν, αρκεί να λέτε πως ο έρωτας μπορεί να είναι αληθινός και χωρίς να είναι αμοιβαίος.

Στο κάτω-κάτω, δε γίνεται να τα ‘χουμε όλα σ’ αυτή τη ζωή. Υπάρχουν κι άνθρωποι που δεν θα καταφέρουν ποτέ να αισθανθούν τον έρωτα. Υπάρχουν κι εκείνοι που δε θα μάθουν ποτέ πώς είναι να πονάς από αγάπη χωρίς να ζητάς, χωρίς να παίρνεις και το κυριότερο χωρίς να επιτρέπεται να δώσεις.

Γι’ αυτό να υψώνετε τη φωνή και να λέτε πως ο έρωτας δυστυχώς ή ευτυχώς δεν μπαίνει σε καλούπια. Δεν τον βρίσκεις τον έρωτα μια ωραία ηλιόλουστη μέρα, αυτός σε βρίσκει και σου αλλάζει τα φώτα με το έτσι θέλω.

Κι εδώ που φτάσαμε, εγώ είμαι εντάξει. Δεν έχω ν’ αποδώσω ευθύνες σε κανέναν, ούτε καν σε μένα. Ούτε κι εσείς να το κάνετε. Ερωτευόμαστε γιατί έτσι γουστάρουμε κι είμαστε εδώ να το υποστούμε και να το περάσουμε όλο μόνοι μας χωρίς παρακάμψεις. Πρέπει να είμαστε. Εξάλλου –ας μη γελιόμαστε– ο έρωτας δεν έχει εύκολους δρόμους.

Συντάκτης: Ντέμη Κάργατζη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη