Πρώτα βγαίνει η ψυχή, λένε, και μετά το χούι. Ελπίζω να έχουν άδικο. Ειδικά, όταν πρόκειται για ανθρώπους με πείσμα γαϊδουρινό. Είτε είστε μέσα σ’ αυτούς είτε όχι, να ξέρετε πως δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα απ’ τον άνθρωπο που δεν ακούει και δεν καταλαβαίνει τι του λες.
Γενικότερα, όταν ρωτάμε κι η ερώτηση είναι ολικής άγνοιας, η απάντηση που περιμένουμε είναι ένα ναι ή ένα όχι. Δυο τόσο απλές λέξεις με τρία μόνο γράμματα, τίποτα δύσκολο. Είναι μάλιστα απ’ τις πρώτες λέξεις που μαθαίνουμε, μετά φυσικά από το «μαμά» και το «μπαμπά».
Γιατί λοιπόν μερικοί επιμένετε να «ενοχλείτε» την ελληνική γλώσσα; Έχετε διαγράψει απ’ το μυαλό σας τη λέξη «όχι» κι όταν την ακούτε απλά την προσπερνάτε, δεν της δίνετε καμία σημασία. Όταν σας λένε όχι, όμως, είναι όχι. Τίποτα δεν εννοείται και κανένα «ίσως» δεν παραλείπεται. Κι έχω και πολλά πρόχειρα παραδείγματα να σας δώσω, βεβαίως.
Όταν η μάνα σας λέει «όχι, μην πατήσεις εκεί γιατί έχω σφουγγαρίσει», δεν εννοεί ούτε «έχω σφουγγαρίσει, αλλά ναι, πάτα», ούτε «ναι, πάτα στις μύτες και θα ξανά σφουγγαρίσω». Όταν η αδερφή σας λέει «όχι, δε θα βάλεις τη φούστα μου» ή «όχι, δε θα σου χαρίσω την μπλούζα μου», τι δεν καταλαβαίνετε; Φυσικά δεν εννοούσε να πάρετε τη φούστα όταν θα λείπει για να μην το καταλάβει κι απολύτως λογικά δεν είπε «ναι, σου χαρίζω το μπλουζάκι για το οποίο έδωσα μια περιουσία για να τ’ αγοράσω».
Θέλετε τόσο πολύ ενδόμυχα ν’ ακούσετε το «ναι», που φοράτε παρωπίδες όταν σας λένε όχι. Το μοναδικό «όχι» που υπάρχει στον ορίζοντά σας είναι εκείνο που είπαν οι πρόγονοί σας στους Ιταλούς το 1940. Δεν είναι όμως αυτό το χειρότερο. Είναι πως μετά το όχι που εσείς προσπερνάτε με το έτσι θέλω, ξαφνιάζεστε να βλέπετε ανθρώπους ν’ αφρίζουν απ’ το κακό τους. Ξαφνιάζεστε με τον καβγά και τα νεύρα που ακολουθούν και βγαίνετε κι από πάνω. Να σας πληροφορήσω λοιπόν, πως η υπομονή έχει και τα όριά της. Τα νεύρα κάποια στιγμή σπάνε και διόλου παράξενο δεν θα ‘ναι, αν σας έρθει η σφουγγαρίστρα καπέλο ή η μπλούζα ασφυκτικό κασκόλ στο λαιμό. Παίζετε με τα όριά μας, ακόμα να το καταλάβετε;
Και θα μου πείτε τώρα εσείς, εντάξει, στη μάνα σας και στην αδερφή σας έχετε μια παραπάνω άνεση, σας έχουν συνηθίσει όσο να ‘ναι. Αλλά οι φίλοι σας κι ακόμα περισσότερο οι άγνωστοι, δε σας φταίνε σε τίποτα. Όταν ο κολλητός σου λέει «όχι, δεν έχω όρεξη να βγω για ποτό», εννοεί αυτό ακριβώς. Τρία γαμημένα γράμματα, επαναλαμβάνω. Πόσο δύσκολο; Κι εσείς, τον ξαναπαίρνετε τηλέφωνο δέκα λεπτά αργότερα, να τον ρωτήσετε αν άλλαξε γνώμη. Αν άλλαζε γνώμη θα είχε επικοινωνήσει εκείνος μαζί σας. Αλλά δε σταματάει εκεί η άρνησή σας. Θα πάτε οπωσδήποτε απ’ το σπίτι του να χτυπάτε τα κουδούνια όλο χάρη κι ας είναι ήδη περασμένα μεσάνυχτα. Θα τον πάρετε σηκωτό απ’ τον καναπέ, θα κλείσετε laptop και τηλεοράσεις και θα του δώσετε τα ρούχα στο χέρι για να ντυθεί. Εκεί, μέχρι να περάσει το δικό σας. Λες κι η γνώμη μας δε μετράει, λες κι η κούρασή μας δεν είναι υπολογίσιμη. Μα επιτέλους, τι σας έχουμε κάνει και μας ταλαιπωρείτε έτσι;
Και για να κλείσουμε με το κεφάλαιο «άγνωστοι», όταν παίρνετε την απόφαση να τα «ρίξετε» στην κοπέλα που κάθεται δίπλα σας στο μπαρ, επιβάλλεται να σέβεστε. Σας είπε τ’ όνομα της από ευγένεια αλλά αυτό δε σημαίνει ότι σας γουστάρει παράφορα. Κι όταν τη ρωτήσατε αν θέλει να την κεράσετε ποτό, σας απάντησε μ’ ένα πολύ ωραίο πλατύ χαμόγελο «όχι, ευχαριστώ». Γιατί μηδενίζετε την απάντησή της και της προσφέρετε ποτό χωρίς να το θέλει; Για το Θεό τον έναν, σταματήστε να είστε ζώα! Η γκόμενα δε θα σας κάτσει και σαράντα τρία ποτά να την κεράσετε, βγάζει μάτι. Στην τελική, τι απορείτε που σας ξινίζει τα μούτρα και σας γυρίζει την πλάτη;
Όταν δεν καταλαβαίνετε, όταν αγνοείται την έννοια του «όχι», τουλάχιστον να περιμένετε τις συνέπειες. Εσείς φταίτε κι όχι οι άλλοι για τη συμπεριφορά που τους προκαλείτε. Με το «η απάντηση είναι ένα ναι ή ένα ναι» που σας χαρακτηρίζει απόλυτα, το μόνο που κερδίζετε είναι να φαίνεστε κόπανοι. Με τέτοια μυαλά, λυπάμαι, αλλά δεν πάτε πουθενά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη