Ένα έχω να πω για την περίπτωσή μας: Καλά να πάθουμε. Τόσο καιρό γκρινιάζαμε γιατί καθόλου δε μας άρεσε ο χειμώνας. Τώρα βρήκαμε καινούργιο λόγο να παραπονιόμαστε. Η ανυπόφορη ζέστη του καλοκαιριού που μας τρώει το μεδούλι, δε μας αφήνει να ησυχάσουμε, δε μας αφήνει να κοιμηθούμε.
Από Σεπτέμβρη μέχρι Μάη μουρμουρίζαμε για έναν Ιούνιο, για μια παραλία κι έναν ήλιο. Για κάτι ποδαράκια που πλατσουρίζουν στην ακροθαλασσιά και για ένα καρπούζι. Ειδικά το τελευταίο το ζητούσε ο οργανισμός μας. Γι’ αυτό όλο το χειμώνα είχαμε το σπίτι μας για καβούκι και βγαίναμε έξω, εννοείται σαν μεταξοσκώληκες, μόνο για να πάμε στη δουλειά. Αυτή βλέπετε είναι υποχρεωτική. Δεν το μπορεί ο Έλληνας το κρύο, δεν το αντέχει. Αλλά η αλήθεια είναι πως δεν αντέχει και τίποτα. Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, θα βρει αυτός να γκρινιάξει. Τι να πουν, δηλαδή, κι οι Άγγλοι που κάνουν τάμα για να ζεσταθεί το κοκκαλάκι τους.
Κι ήρθε ο Ιούνιος. Μάλλον στο μυαλό μας το καλοκαίρι είναι συνδεδεμένο με το άραγμα, με το «ζωή και κότα». Όταν σκεφτόμαστε καλοκαίρι, παρακάμπτουμε τον παράγοντα ζέστη. Όταν όμως οι ζέστες σφίγγουν, γύρω εκεί στα τέλη Ιουνίου, τα πράγματα σοβαρεύουν. Όλη αυτή η ανεμελιά που υπολογίζαμε ότι θα έχουμε, ξαφνικά χάνεται, ξαφνικά δεν υπάρχει.
Ξυπνάμε το πρωί καταϊδρωμένοι. Πρώτη μας δουλειά είναι να ψάξουμε για εκείνο το μαγικό τηλεχειριστήριο, το οποίο ανοίγει το air condition. Στη συνέχεια θα κάτσουμε ακριβώς στο σημείο που αυτό χτυπάει και θ’ απολαύσουμε τον καφέ μας. Αμέσως μετά αρχίζουν τα βάσανα. Πρέπει να βγούμε απ’ το σπίτι. Γιατί έρχεται εκείνη η μαύρη ώρα που ανοίγεις την πόρτα και σου σκάει με δύναμη στα μούτρα ένα ζεστό κύμα αέρα. Εμείς που τον λατρεύαμε τον ήλιο, τώρα προσπαθούμε να τον αποφύγουμε.
Ιδού λοιπόν η απορία. Και να θέλεις να οδηγήσεις μπορείς; Δε διανοείσαι να πιάσεις το τιμόνι γιατί θα καείς, αν κάνεις το λάθος να καθίσεις στο κάθισμα με γυμνό δέρμα, επίσης κάηκες. Κάηκες κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά. Κάθε πρωί η ίδια ιστορία. Να μπει κανείς ή να μην μπει; Εντάξει, υπάρχουν κι οι τυχεροί, των οποίων το αυτοκίνητο διαθέτει κλιματισμό. Γι’ αυτούς η οδήγηση γίνεται λίγο πιο εύκολη.
Φτάνοντας πια στη δουλεία, προσευχόμαστε. Σταυροκοπιόμαστε σαν καλοί χριστιανοί -που δεν είμαστε- και παρακαλάμε να περάσει το οκτάωρο όσο πιο γρήγορα γίνεται για να φύγουμε. Δεν υπάρχει συγκέντρωση με τη ζέστη, δεν υπάρχει όρεξη. Μια ταλαιπωρία, μια κούραση για την οποία δεν ευθυνόμαστε εμείς. Και νωρίς πέσαμε για ύπνο και σωστά φάγαμε κι άρρωστοι δεν είμαστε. Η δουλειά μας το καλοκαίρι μοιάζει περισσότερο από ποτέ με καταναγκαστικό έργο.
Ακόμα κι η παραλία μας τρομοκρατεί με τέτοια ζέστη. Πόσοι είναι αυτοί άραγε που προτιμούν να μείνουν στη δροσιά του κλιματιστικού αράζοντας στον καναπέ του σπιτιού τους, απ’ το να πάνε για ένα μπάνιο καλοκαιριάτικα; Απόλυτα δικαιολογημένοι είναι αυτοί μας οι φίλοι κι έχουν κι επιχειρήματα που δεν μπάζουν από πουθενά.
Πρώτον και κυριότερον, για να φτάσεις στην παραλία σημαίνει ότι έχεις δρόμο, στην καλύτερη των περιπτώσεων είκοσι λεπτά. Δεύτερον, η άμμος καίει, δεν μπορείς να πατήσεις. Πρέπει να τρέξεις για να φτάσεις στη θάλασσα και φτάνοντας συνειδητοποιείς ότι η θάλασσα δεν απέχει και πολύ απ’ τη σάουνα του γυμναστηρίου. Όταν ο Έλληνας έχει στο μυαλό του «θάλασσα» σκέφτεται δροσιά, σκέφτεται παγωμένο γάργαρο νερό. Μήνα Ιούλιο, λοιπόν, αγανακτείς να βρεις μια τέτοια θάλασσα ν’ ανακουφιστείς.
Ας μην ξεχάσω και αυτό. Παιδιά, ο ήλιος καίει. Καίει κορμιά και φάτσες. Πάνω που τρέχουμε όλοι να δροσιστούμε, γυρίζουμε στο σπίτι κατακόκκινοι. Τολμήσαμε να ξεμυτίσουμε απ’ την ομπρέλα κι ο ήλιος μας άρπαξε. Φέρτε ενυδατικές και γιαούρτια γιατί καιγόμαστε. Τώρα καιγόμαστε πιο πολύ απ’ ό,τι το πρωί.
Και πάνω που έλεγα πως τελείωσα, πως κανένα άλλο κακό δε μας προξενεί η ζέστη, δείτε τι σκέφτηκα. Θυμάστε το χειμώνα που βγαίναμε απ’ το μπάνιο και τουρτουρίζαμε; Τώρα με λύπη βιώνουμε το αντίθετο. Δεν προλαβαίνουμε να βγούμε κι έχουμε ιδρώσει. Η μπλούζα κολλάει πάνω μας πριν προλάβουμε να τη βάλουμε, για μπιστολάκι ούτε λόγος. Και για όλες εκείνες τις κοπέλες που συνεχίζουν μέσα στο κατακαλόκαιρο κι ισιώνουν μαλλιά να ξέρετε πως άνετα θα τα έβγαζαν πέρα στο survivor.
Η ζέστη δεν παλεύεται, είναι γεγονός. Να δείτε που μας έλειψε από τώρα ο χειμώνας. Να δείτε που νοσταλγούμε τις μπόρες και τα χιόνια, τις κουβέρτες και τις μπότες μας. Μην καθησυχάζεστε, όμως, Έλληνες είμαστε. Πάλι στα ίδια θα καταλήξουμε από Σεπτέμβρη, πάλι το καλοκαίρι θ’ αναζητάμε. Με τίποτα δεν είμαστε ευχαριστημένοι κι αυτός είναι κι ο λόγος που δε σταματάμε ποτέ και για τίποτα να ελπίζουμε σε κάτι καλύτερο. Ακόμα κι αν αυτό έχει να κάνει με εποχές και βαθμούς Κελσίου.
Μήπως τελικά πρέπει ν’ αρχίσουμε να εκτιμάμε τα καλά κάθε εποχής όσο είναι καιρός; Μήπως να συμβιβαστούμε και λίγο με την πραγματικότητα;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη