Βλέπω καθημερινά όλους εκείνους τους ήρεμους οδηγούς και τους ζηλεύω. Τι άνεση, τι στiλ στο τιμόνι. Οδηγούν χαρούμενοι -ή τουλάχιστον έτσι φαίνονται στα μάτια μου- με μια αξιοθαύμαστη υπομονή και προσμένουν το πράσινο φανάρι μέσα στο καμίνι της πόλης. Το αυτί τους δεν ιδρώνει με ό,τι παράδοξο κι αν συναντήσουν στο δρόμο τους κι όλη αυτή η χαλαρότητά τους με κάνει ν’ αναρωτιέμαι από πού προκύπτει.
Πείτε μας, ρε παιδιά, πού την πουλάνε την υπομονή να πάμε κι εμείς οι κακομοίρηδες ν’ αγοράσουμε. Όλοι εμείς που δεν τα έχουμε καλά με την ώρα και κάθε φορά που θα μπούμε στους δρόμους παίζουμε με τα δευτερόλεπτα. Μα και καλά να τα έχουμε με την ώρα, κι επιστήμη να την έχουμε κάνει την οδήγηση, όλα τα στραβά σε μας τυχαίνουν.
Να προγραμματίζεις ακριβώς την ώρα που θα ξεκινήσεις, να υπολογίζεις ακριβώς πόσο χρόνο θα χρειαστείς για να φτάσεις στον προορισμό σου και να κάθεται μπροστά σου ο παππούς. Και δε φταίει ο παππούς σαν παππούς, φταίει που δε βλέπει και πολύ καλά απ’ το ένα μάτι γιατί έχει καταρράκτη και που μέχρι να πάρει το πόδι του απ’ το φρένο έχει ξεχάσει πού είναι το γκάζι. Δε θέλει και πολύ ο άνθρωπος να του γυρίσει το μάτι. Να σου οι κόρνες, να σου και τα χέρια έξω απ’ τα παράθυρα να μουτζώνουν στον αέρα.
Απ’ την άλλη, στον παππού θα δείξεις και μια κάποια κατανόηση λόγω του προχωρημένου της ηλικίας, αλλά σε κάποιο συνομήλικό σου τι κατανόηση να δείξεις; Εκεί, να μιλάει στο κινητό, να πηγαίνει μετά βίας με 20 κι εσύ να ξεχνάς τους τρόπους που σου ‘χουν μάθει οι γονείς σου και να ρίχνεις καντήλια μήπως και καλμάρουν τα νεύρα σου. «Κλεισ’ το το αναθεματισμένο κι οδήγησε σαν άνθρωπος!».
Κάτι τέτοιες στιγμές που η υπομονή σου πάει περίπατο, βγαίνει ο νταλικέρης από μέσα σου. Τώρα τους καταλαβαίνω τους ανθρώπους. Ένας Θεός ξέρει τι έχουν τραβήξει αυτοί οι άγιοι άνθρωποι τόσα χρόνια στο τιμόνι. Ν’ αγιάσει το στόμα τους.
Είναι περισσότεροι απ’ όσοι νομίζαμε τελικά, αυτοί που πιστεύουν ότι ο δρόμος τους ανήκει. Να μη δώσεις σημασία την πρώτη φορά αλλά όταν οι φορές έχουν πιάσει ταβάνι, είναι φύσει αδύνατον να κρατήσεις κλειστό το στοματάκι σου. Κι ας είσαι το πιο γλυκό πλάσμα του κόσμου κι ας είσαι μισή μερίδα, όταν σου τύχει ο τουρίστας μπροστά σου θα βρίσεις. Όταν σου τύχει ο αγρότης με το hi lux το διπλοκάμπινο που νομίζει πως είναι ακόμα στο δρόμο του χωριού του, έστω μια Παναγία θα τη ρίξεις, δεν μπορεί. Καλά, στην προκείμενη περίπτωση θα γκαζώσεις κατευθείαν και θα φύγεις απ’ το φόβο σου μην προλάβει και σε πιάσει από το σβέρκο. Αλλά αυτό δεν είναι επί του θέματος.
Το θέμα είναι ότι εσύ δεν αντέχεις τα λάθη των άλλων οδηγών στο τιμόνι. Σου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, όταν γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια τα stop και περνάνε τη διασταύρωση χαλαροί κι ωραίοι. Δε φτάνει όμως αυτό. Το αποκορύφωμα είναι ότι συνήθως κάτι τέτοιοι τύποι βγαίνουν κι από πάνω. Σου ζητάνε τα ρέστα που παραλίγο να τους τρακάρεις με ατάκες όπως « Άντε μωρή να πλύνεις κανένα πιάτο!» ή « Παράτα το το ρημάδι άμα δεν μπορείς!».
Τόσα κι άλλα τόσα συμβαίνουν καθημερινά σε όσους οδηγούν στην Ελλάδα. Θα μπορούσα να μιλάω για ώρες ατελείωτες για τους απρόσεκτους και τους βαθιά νυχτωμένους οδηγούς που έχουν και δίπλωμα, αλλά δε θα το κάνω. Αυτό που μπορώ να κάνω, είναι να ευχηθώ καλή υπομονή, γιατί τουλάχιστον για τον επόμενο αιώνα η κατάσταση αυτή δεν πρόκειται ν΄ αλλάξει.
Είμαστε καταδικασμένοι να πηγαίνουμε σαν τα συγκρουόμενα του λούνα παρκ, οπότε ας προσπαθήσουμε να οδηγούμε με όση περισσότερη προσοχή γίνεται, με τα μάτια δεκατέσσερα και με τα νεύρα γερά δεμένα. Το νου σας, αδέρφια, και ψυχραιμία. Τα λέμε στους δρόμους.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη