Οι μέρες έρχονται και φεύγουν· ανούσιες. Οι νύχτες έρχονται και μένουν· επίπονες. Θα μου πεις τι τα θέλω και τα σκέφτομαι πάλι. Τόσος καιρός πέρασε. Μήνες ολόκληροι. Τι ψάχνω και κολυμπάω σε παλιές θάλασσες;
Ίσως ακόμη δεν έμαθα πόσο επικίνδυνες είναι εκείνες οι παλιές θάλασσες. Ενδέχεται να μην εμπέδωσα ότι είναι κι οι βαθύτερες, το νερό τους, δε, δεν είναι παγωμένο αλλά –σε αντίθεση με τους νόμους της φυσικής– καυτό. Τόσο που ναι μεν να πονάει η καρδιά, αλλά οριακά να αντέχει. Βασανιστήριο κανονικό, δηλαδή.
Πες το μαζοχισμό, αδυναμία, εθισμό, ψυχεδέλεια, αλλά κολυμπάω σε αυτές τις θάλασσες από ελπίδα. Αισθάνομαι έντονα ότι το ένστικτό μου για άλλη μία φορά θα βγει αληθινό. Ότι μια μέρα θα καταλάβεις, θα συνειδητοποιήσεις, θα νιώσεις, θα κυλίσει μέσα σου το τι τελικά ήθελα από εσένα. Η ιστορία μας νωρίς ξεκίνησε και νωρίς τελείωσε και δεν πρόφτασα να σου ανοίξω την καρδιά μου. Κι όμως, είχα όνειρα για εμάς.
Το κυριότερο είναι ότι δίπλα μου ήθελα –κι ακόμα θέλω– έναν άνθρωπο ελεύθερο να εξελιχθεί. Ήθελα μαζί μου να βελτιωθείς. Ονειρευόμουν πλάι μου να αναδειχθούν οι καλύτερες πτυχές του εαυτού σου. Να ‘σαι ένα άτομο που να μοιράζεται μαζί μου τις επιθυμίες του, τους στόχους του, τα όνειρά του, και που θα ήμουν εγώ το εφαλτήριο για να πραγματοποιηθούν τα περισσότερα –γιατί όχι κι όλα– από αυτά. Κι όταν εσύ θα κατακτούσες κάποια απ’ τις κορυφές σου, εγώ θα ήμουν εκεί, στο πλευρό σου να απολαμβάνω την επιτυχία σου.
Επιθυμούσα δίπλα μου –κι ακόμα επιθυμώ– έναν άνθρωπο ανεξάρτητο να ζήσει. Σε γούσταρα πολύ για τον χαρακτήρα σου, την προσωπικότητά σου, για την αύρα σου. Πότε μου δε θα προσπαθούσα να επέμβω στις συνήθειές σου, να αλλάξω τα χόμπι σου, να σε βγάλω απ’ το πρόγραμμά σου.
Ήξερα πόσο ιερός είναι ο καφές που θα βγεις να πιεις, τα ψώνια σου, η βόλτα σου. Δε σε ενοχλούσα, όχι από αδιαφορία αλλά από σεβασμό ότι κάνεις κάτι που σε γεμίζει, που σε χαροποιεί, που σε ηρεμεί. Ουσιαστικά αυτό ήταν και το νόημα, να ‘σαι ένα ολοκληρωμένο κι ελεύθερο άτομο στο πλευρό μου.
Ονειρευόμουν δίπλα μου –κι ονειρεύομαι ακόμα– έναν άνθρωπο με διάθεση και θάρρος να μοιραστεί τους φόβους και τις ανησυχίες του. Ήμουν εκεί για να ανοίξεις την καρδιά σου, να ξεκλειδώσεις την ψυχή σου, να με οδηγήσεις στα πιο κρυφά σοκάκια του μυαλού σου. Να σε πιάσω απ’ το χέρι και να περπατήσουμε μαζί σε αυτά τα σκοτεινά υπόγεια, να τα φωτίσουμε και να ξεπεράσουμε μαζί τις φοβίες σου. Να βαδίζεις στη ζωή γνωρίζοντας ότι ακόμα και τον χειρότερο εφιάλτη σου θα τον αντιμετωπίζαμε μαζί. Μαζί θα το τρώγαμε το χαστούκι της ζωής, μαζί, είπαμε, στις χαρές μα πιο πολύ μαζί στις λύπες.
Λαχταρούσα δίπλα μου –και λαχταρώ ακόμα– έναν άνθρωπο που δε θα φοβάται να αποκαλύψει τα προβλήματά του. Όλοι έχουμε ευάλωτα σημεία, υπάρχουν οι τρωτές πλευρές μας, ρέπουμε απ’ τη φύση μας στο λάθος, την κακιά στιγμή κι ενδεχομένως πολλές φορές να ακροβατούμε στα όρια της αυτοκαταστροφής. Ήθελα απλά να ‘σαι ο εαυτός σου. Με με τα υπέρ και τα κατά σου, με τα πάνω και τα κάτω σου.
Αν σε είχα αγαπήσει μία φορά για τη θετική πλευρά που είχα σε ‘σένα δει, πίστεψέ με, θα σε λάτρευα χίλιες φορές για την πιο σκοτεινή σου. Περπατούσα στο πλευρό σου, όχι για να σε σπρώξω και να πέσεις όταν παραπατήσεις αλλά για να σου κρατήσω το χέρι και να σε τραβήξω πάνω ξανά. Θα ήμουν εκεί ως συνήγορος υπεράσπισής σου, κι όχι ως δικαστής σου.
Όλα αυτά σκεφτόμουν για σένα. Κι είμαι πεπεισμένος ότι θα ‘ρθει η στιγμή που θα τα καταλάβεις. Σου ζητώ συγγνώμη που δε στα είπα από κοντά, μα με πρόλαβε το φινάλε. Ειλικρινά, δε με πειράζει που λείπεις, άλλωστε είναι ανούσιο να πιέζεις κάποιον για να τον κρατήσεις δίπλα σου. Δεν έχει νόημα αν δεν το θέλει ο ίδιος με όλη του την ψυχή.
Στο ‘λεγα πάντα, πιστεύω πολύ στην ελευθερία των ανθρώπων. Σε έχω συγχωρέσει ήδη για όλα αυτά τα επίπονα βράδια μα και για τις ανούσιες μέρες· δεν τη φοβάμαι τη ζωή, θα την βρω την άκρη μου. Ελπίζω μόνο να καταλάβεις, για να ‘σαι εσύ καλά. Από όλα αυτά που σου είπα, να μη δεχτείς τίποτα λιγότερο…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη