Μάιος του 2000. Ηλιόλουστο πρωινό Παρασκευής στην ανοιξιάτικη πρωτεύουσα. Οι δυνατές ζέστες των τελευταίων ημερών προμηνύουν ένα καλοκαίρι γεμάτο καύσωνες. Ο δωδεκάχρονος -τότε- Κωνσταντίνος ξύπνησε, όπως όλες τις καθημερινές στις 07:30. Τελευταίες μέρες των μαθημάτων, πρώτη γυμνασίου βλέπεις πια, σε λίγες μέρες ξεκινούν κιόλας οι γραπτές εξετάσεις. Αν και οι γονείς του λείπουν από το σπίτι, μιας και εργάζονται, δεν τεμπέλιασε καθόλου στο κρεβάτι. Με το που άκουσε το ξυπνητήρι, πετάχτηκε πάνω για να ετοιμαστεί.
Πλύθηκε, ντύθηκε και ήπιε ένα ποτήρι γάλα, αν και η αλήθεια είναι ότι είχε εκείνο έναν κόμπο στο στομάχι. Γύρισε στο δωμάτιό του, φόρεσε τα παπούτσια του και πήρε την τσάντα του. Ούτε καν κοίταξε αν είχε μέσα τα σωστά βιβλία. Το μυαλό του ήταν αλλού. «Σήμερα είναι η μέρα», σκέφτηκε, «θα τα καταφέρω, θα το κάνω». Φεύγοντας, πηγαίνει στο γραφειάκι του. Ένα κομμάτι χαρτί, κομμένο από τετράδιο, βρίσκεται πάνω στα πεταμένα βιβλία. Το αρπάζει και το διαβάζει: Μου αρέσεις πολύ, εδώ και καιρό. Δεν ήξερα πως αλλιώς να σου το πω. Κωνσταντίνος. «Γαμώτο», σκέφτηκε, «χάλια γράμματα κάνω, πώς να της αρέσει;». Ξεκίνησε για το σχολείο, και τώρα εκτός από τον κόμπο στο στομάχι, είχε και την καρδιά του που χτυπούσε σαν τρελή.
Προχωρώντας προς το σχολείο, σκεφτόταν τον τρόπο. Πώς θα δώσει αυτό το χαρτάκι στην Ευαγγελία; Ήταν στο ίδιο τμήμα, αλλά τη γνώρισε φέτος, είχε έρθει από διαφορετικό δημοτικό. Του άρεσε εδώ και καιρό, μα ντρεπόταν να της μιλήσει. Άσε που όταν την πλησίαζε και τον κοιτούσε έτρεμαν τα πόδια του. Ήταν και συνέχεια με εκείνες τις φίλες της που δεν την άφηναν ποτέ μόνη. Αλλά δεν μπορούσε να μην της το πει κάποια στιγμή. Ήταν τόσο όμορφη, είχε φοβερά μαλλιά, ντυνόταν τόσο ωραία.
Και τι δε θα έδινε για να της κρατήσει το χέρι και να της δώσει ένα φιλί. Και σε κάνα δύο πάρτι συμμαθητών που είχαν γίνει τελευταία, ενώ τον κοιτούσε, δεν είχε βρει το θάρρος να πάει να της μιλήσει. «Χαζέ, θα την πάρει κανένας άλλος αν καθυστερήσεις κι άλλο», μονολόγησε. Κι αυτό το χαρτάκι. Το ‘χε γράψει και το ‘χε σκίσει δέκα φορές. Πότε δεν του άρεσαν τα γράμματα, πότε άλλαζε αυτά που της έγραφε. Η ευκαιρία ήταν σήμερα. Μετά θα τελείωναν τα μαθήματα, θα ερχόντουσαν τα γραπτά, είναι και από άλλη γειτονιά, θα την έβλεπε τον Σεπτέμβρη πάλι. Και τι θα έκανε ένα καλοκαίρι χωρίς να της βλέπει; «Σήμερα θα δώσεις το χαρτάκι, τέλος», ξανασκέφτηκε.
Οι σκέψεις του τον καθυστέρησαν και έφτασε ακριβώς στην ώρα της προσευχής. Ήταν εκεί, την είδε στη σειρά, λίγο παραδίπλα. «Φίλε, είναι όμορφη, που πάω;», αναρωτήθηκε. Μηχανικά, μαζί με τους φίλους του, μπήκε στην τάξη. Η πρώτη ώρα πέρασε. Ούτε καν κατάλαβε τι μάθημα είχαν. Απλά την κοιτούσε και στο χέρι του κρατούσε σφιχτά το χαρτάκι. Το κουδούνι χτύπησε και όλα τα παιδιά βγαίνουν έξω. Κάνει πως κάτι φτιάχνει στην τσάντα του και καθυστερεί. «Άντε ρε, τελείωνε», του φωνάζει ο κολλητός του, ο Βασίλης. «Τώρα ρε, δύο λεπτά», του απαντάει ο Κωνσταντίνος.
Η τάξη αδειάζει και μένει μόνος του. Ήρθε η ώρα. Επιβεβαιώνει ξανά πως τα υπόλοιπα παιδιά είναι μακριά από την τάξη. Πηγαίνει στο θρανίο της, και βάζει το χαρτάκι ανάμεσα στο τετράδιό της. Πάει να φύγει γρήγορα μα το μετανιώνει. «Κι αν το ανοίξει η διπλανή της;», σκέφτεται. Γυρίζει, και το βάζει στην κασετίνα της. Η καρδιά του πάει να σπάσει. Έχει ιδρώσει. Καταφέρνει να βγει από την τάξη και πάει στους φίλους του. «Έλα ρε, πού ήσουν», του λέει ο Βασίλης, «Λοιπόν, η μάνα μου μού είπε ότι αν βγάλω πάνω από 18 θα μου πάρει κινητό». Ούτε καν τον ακούει.
Με το που μπαίνουν στην τάξη, κοιτάει προς το μέρος της και παγώνει. Κρατάει την κασετίνα της ανοιχτή. Διαβάζει το χαρτάκι. Και ξαφνικά τον κοιτάει και του χαμογελάει. Τρέμοντας πηγαίνει στη θέση του. Ξεκινάει η δεύτερη ώρα. Τώρα δεν κοιτάει καν προς την πλευρά της. Ούτε λίγο. Με το που χτυπάει το κουδούνι τρέχει πρώτος έξω. «Τι κάνουμε;», σκέφτεται. Το διάλειμμα κυλάει βασανιστικά και ούτε θέλει να συμμετέχει στις συζητήσεις των συμμαθητών. Το κουδούνι ξαναχτυπάει. Πάει στην τάξη. Βλέπει την τσάντα του λίγο ανοιγμένη. Την ανοίγει. Ένα χαρτάκι υπάρχει μέσα. Το διαβάζει: Και εμένα μου αρέσεις. Θα σε περιμένω έξω από το σχολείο μόλις σχολάσουμε. Ευαγγελία. Δίπλα από το όνομα της έχει μια κόκκινη καρδιά! Είναι το πιο ευτυχισμένο παιδί του κόσμου!
Οι υπόλοιπες ώρες φάνηκαν χρόνια. Αιώνες. Με το τελευταίο κουδούνι, τη βλέπει που φεύγει γρήγορα πρώτη. Βγαίνοντας από το σχολείο, κάνει τάχα πως κάτι ξέχασε, για να φύγουν οι φίλοι του. Εκείνη τον περιμένει. Χαμογελάνε ο ένας στον άλλον. «Είσαι πολύ όμορφη», της λέει ο Κωνσταντίνος. «Και εσύ», του απαντάει εκείνη και συνεχίζει. «Το απόγευμα θα έρθω με τα κορίτσια στο σχολείο, για βόλτα μετά τα Αγγλικά. Αν θέλεις έλα να βρεθούμε». «Θα έρθω», της απαντάει. Η Ευαγγελία φεύγει και ο Κωνσταντίνος σκέφτεται: «Θεέ μου, πώς θα περνάνε οι ώρες μακριά της;».
Μάιος 2019, βραδάκι Παρασκευής. Ο Κωνσταντίνος μόλις έχει γυρίσει από τη δουλειά, και χαλαρώνει στον καναπέ του σπιτιού. Η τηλεόραση είναι ανοιχτή αλλά εκείνος παίζει με το κινητό. Για την ακρίβεια είναι στο Facebook. «Για να δούμε τι ανέβασε ο Βασίλης από το Λονδίνο», λέει. Ξαφνικά βλέπει ένα αίτημα φιλίας. «Ευαγγελία», μονολογεί, «φαίνεται και ωραία κοπέλα, ας τη δεχτώ». Άμεσα του έρχεται μήνυμα. «Καλησπέρα Κωνσταντίνε, τι κάνεις;». «Ευαγγελία;», απαντάει. «Ναι, κάποτε μας έγραφες ραβασάκια και μας περίμενες έξω από το σχολείο για να με αποχαιρετήσεις πριν πάμε σπίτια μας, και τώρα δεν μας θυμάσαι;». Εκείνος χαμογελάει. «Η Ευαγγελία, το ραβασάκι… πόσα χρόνια πίσω ρε φίλε;». Όλο το βράδυ μιλούσαν για τα παλιά. Είχαν χαθεί πολλά χρόνια. Είπαν όσα νέα μπορούσαν, και στο τέλος της συζήτησης αποφάσισαν τις επόμενες ημέρες να βγουν βόλτα.
«Καληνύχτα», του γράφει η Ευαγγελία, «και ελπίζω να έχεις κάτι να μου δώσεις τώρα που θα ξαναβρεθούμε». «Καληνύχτα», απαντάει ο Κωνσταντίνος, «αλλά να ξέρεις ακόμα δεν κάνω καλά γράμματα!». Ποιος θα περίμενε ότι θα βρισκόντουσαν ξανά;
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα