Στις μέρες μας, όλο και περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν το σύμφωνο συμβίωσης για να επισημοποιήσουν τη δέσμευσή τους, μην επιλέγοντας απευθείας το μυστήριο του γάμου. Τι είναι, όμως, το σύμφωνο συμβίωσης; Ποια δικαιώματα προκύπτουν για το ζευγάρι που θα το διαλέξει και ποιες είναι οι υποχρεώσεις; Τελικά επιλέγεται κυρίως για την τυπική κληρονομική κάλυψη σε ό,τι αφορά τα περιουσιακά στοιχεία του ζεύγους ή είναι όντως μία μορφή ένωσης της ζωής χωρίς μυστήριο;
Όσον αφορά τη στενή νομική του έννοια, σύμφωνα με την ισχύουσα Ελληνική νομοθεσία, το σύμφωνο συμβίωσης αποτελεί: τη συμφωνία δύο ενήλικων προσώπων ανεξαρτήτως φύλου με την οποία ρυθμίζουν τη συμβίωσή τους και η οποία καταρτίζεται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Η ισχύς της εν λόγω συμφωνίας αρχίζει από την κατάθεση αντιγράφου του συμβολαιογραφικού εγγράφου στο ληξιαρχείο του τόπου κατοικίας τους, το οποίο καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο του Ληξιαρχείου. Στην ουσία του, λοιπόν, το σύμφωνο συμβίωσης είναι τόσο απλό όσο ακούγεται. Το ζευγάρι απλά πηγαίνει σε έναν συμβολαιογράφο, ο οποίος καταρτίζει το σύμφωνο, και αμέσως μετά την υπογραφή του από το ζευγάρι και την κατάθεση του αντιγράφου στο ληξιαρχείο, αυτό ξεκινάει να ισχύει, απλά κι άμεσα χωρίς περαιτέρω πολύπλοκες διαδικασίες και χρονοτριβές.
Όσο εύκολο είναι να καταρτιστεί και να τεθεί σε ισχύ το σύμφωνο, εξίσου απλή είναι και η διαδικασία ακύρωσής του. Έτσι αν το ζευγάρι αποφασίσει να λύσει το σύμφωνο, το μόνο που απαιτείται είναι η εκ νέου υπογραφή ενός συμβολαιογραφικού έγγραφου, το οποίο πρέπει να προσκομιστεί στο ληξιαρχείο στο οποίο αρχικά είχε κατατεθεί το σύμφωνο. Αξιοσημείωτο είναι το ότι το σύμφωνο δύναται να ακυρωθεί και μονομερώς, δηλαδή ακόμα και αν επιθυμεί τη λήξη του το ένα εκ των δύο ατόμων, με μία μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, ο νόμος προβλέπει ότι πρέπει προηγουμένως να έχει ενημερωθεί το έτερο άτομο με σχετική πρόσκληση για διακοπή του συμφώνου και να έχουν παρέλθει τρεις μήνες από την εν λόγω πρόσκληση. Επίσης, το σύμφωνο ακυρώνεται με την τέλεση γάμου του ζευγαριού ή αν τελέσει γάμο το ένα εκ των δύο προσώπων με τρίτο άτομο.
Το λογικό ερώτημα που γεννάται, λοιπόν, είναι ποια τα δικαιώματα που αποκτούνται μετά την υπογραφή του συμφώνου συμβίωσης, αλλά και αν απορρέουν κάποιες υποχρεώσεις για το ζευγάρι από τη στιγμή που αυτό τίθεται σε ισχύ. Αρχικά, αξιομνημόνευτο είναι το κληρονομικό δικαίωμα που αποκτά το ζευγάρι, αφού ουσιαστικά μετά την υπογραφή του συμφώνου ισχύουν τα κληρονομικά δικαιώματα που ισχύουν και κατά τον γάμο. Επιπλέον, το παιδί που γεννιέται κατά την περίοδο που ισχύει το σύμφωνο, μέχρι και τριακόσιες μέρες αφού αυτό ακυρωθεί, έχει επισήμως πατέρα τον άνδρα με τον οποίο η μητέρα έχει υπογράψει το σύμφωνο, ενώ η γονική μέριμνα ανήκει και στους δύο γονείς. Εκτός αυτού, το επίθετο του παιδιού το αποφασίζουν εξαρχής από κοινού οι γονείς, κατά την κατάρτιση του συμφώνου.
Όπως γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, το σύμφωνο συμβίωσης αποτελεί μια ουσιαστική νομική σύνδεση για εκείνο το ζευγάρι το οποίο δεν επιλέγει το μονοπάτι του γάμου. Κι αυτό, γιατί δίνει τη δυνατότητα σε δύο ανθρώπους να συμβιώσουν, αποκτώντας μέρος της νομικής «ασφάλειας» του γάμου, με απλές και καθόλα γρήγορες διαδικασίες. Απλή η κατάρτισή του, αλλά το σημαντικότερο στοιχείο είναι η πολύ απλή λύση του, η οποία μπορεί να προέλθει από την επιθυμία μόνο του ενός εκ των δύο, σε αντίθεση με το γάμο όπου η λύση του είναι σαφώς μια πολυπλοκότερη υπόθεση.
Άλλωστε, υπάρχουν τα ζευγάρια αυτά που επιθυμούν να «δοκιμάσουν» τη σχέση τους πριν διαβούν το κατώφλι του γάμου. Είτε αυτά είναι νέα ζευγάρια, που επιλέγουν στο αρχικό στάδιο της σχέσης τους να επισημοποιήσουν τη δέσμευσή τους κατά αυτόν τον τρόπο, είτε για μεγαλύτερης ηλικίας άτομα που θέλουν να υπάρχει μια νομική-κληρονομική κάλυψη για τον άνθρωπό τους. Εκτός αυτών, βέβαια, το σύμφωνο συμβίωσης επιλέγουν και τα ζευγάρια εκείνα που γενικότερα δε συμφωνούν με την ιδέα του γάμου, αλλά ταυτόχρονα επιθυμούν τη νομική ασφάλειά του για την οικογένεια τους. Γι’ αυτούς, μάλιστα, το σύμφωνο αποτελεί μια ουσιαστική μορφή δέσμευσης, από την οποία καλύπτονται πλήρως νομικά και ηθικά.
Σε κάθε περίπτωση, το σύμφωνο συμβίωσης αποτελεί μια ουσιαστική μορφή δέσμευσης για δύο ανθρώπους οι οποίοι επιθυμούν να συζήσουν και να συμβιώσουν, διασφαλίζοντας τη σχέση τους κυρίως σε θέματα οικονομικά αλλά και στην περίπτωση που θέλουν να κάνουν παιδί, χωρίς να μπούνε στη διαδικασία του γάμου.
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα