Βιβλίο ή αλλιώς η γιατρειά του νου και της ψυχής. Τα βιβλία είναι από τα σημαντικότερα και βασικότερα αντικείμενα γνώσεων, τέχνης αλλά και προσωπικής έκφρασης. Δεν είναι λίγα όμως κι εκείνα που έχουν λoγoκριθεί κι απαγορευτεί ανά τους αιώνες ή σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές κι αυτό είναι κάτι που ακόμα και σήμερα συμβαίνει πολύ συχνά.
Ποιός μπορεί να βάλει όρια και φραγμούς στην τέχνη, στη λογοτεχνία, στη μυθοπλασία και στην προσωπική άποψη; Και γιατί ενώ ζούμε σε μια υποτίθεται ελεύθερη κι απελευθερωμένη εποχή συνεχίζουμε να παρατηρούμε έντονα το φαινόμενο της λογοκρισiας; Και ποιος μπορεί να κρινεί αν ένα βιβλίο είναι ακατάλληλο ή κακόγουστο, ενώ το γούστο είναι τόσο προσωπική υπόθεση;
Ας μιλήσουμε όμως πιο συγκεκριμένα για δυο λογοτεχνικά διαμάντια που λογοκρiθηκαν και λογοκρiνονται μέχρι και σήμερα:
1. «Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα» – Έρνεστ Χέμινγουεϊ (1940)
Ένα μυθιστόρημα που έγινε και ταινία από τους Dudley Nichols και Sam Wood. Το βιβλίο αναφέρει την ιστορία ενός Αμερικανού ιδεαλιστή, του καθηγητή Ρόμπερτ Τζόρνταν, ο οποίος αποφασίζει να παρατήσει την πατρίδα του και να μεταβεί στην Ισπανία για να πoλeμήσει για την δημοκρατία στον eμφύλιo πόλeμo. Εκεί γνωρίζει μια ομάδα ομοϊδεατών, που στόχο έχουν να ανaτινάξouν μια γέφυρα μήπως έτσι καταφέρουν να σταματήσουν τον τόσο άδικο κι αποκαρδιωτικό πόλeμo. Μέσα σε όλη αυτή την τρέλα, o Ρόμπερτ ερωτεύεται, κι όταν όλοι αποφασίζουν να κάνουν πίσω στο σχέδιο για τη γέφυρα, εκείνος, και παρά τη μεγάλη του αγάπη, αποφασίζει πως πρέπει να θuσιαστεί για το κοινό καλό. Το βιβλίο περιγράφει σκληρές εικόνες πόνου, απώλειας κι απογοήτευσης και λογoκρiθηκε για τη λανθασμένη εντύπωση του πoλέμou που αποτυπώνει. Σκοπός του συγγραφέα ήταν να αποδείξει πως είναι καθήκον του κάθε ανθρώπου να μη μένει αμέτοχος σε αυτά που γίνονται γύρω του. Άλλωστε στην πρώτη σελίδα αναφέρεται κι η φράση «…Και γι’ αυτό ποτέ μη στείλεις να μάθεις για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπά για σένα».
2. «Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλι» – David Herbert Lawrence (1928)
«Είναι κατά βάθος τραγική η εποχή μας, έτσι κι εμείς αρνούμαστε να τη δούμε τραγικά. Ο κατακλυσμός πέρασε, στη μέση τώρα εμείς και γύρω μας χαλάσματα. Αρχίζουμε να στήνουμε μικρά καινούργια σπιτικά, να τρέφουμε μικρές νέες ελπίδες. Μάλλον δύσκολη δουλειά· ομαλός δρόμος για το μέλλον δεν υπάρχει πια· τα εμπόδια, όμως, είτε τα παρακάμπτουμε είτε σκαρφαλώνουμε και τα ξεπερνάμε. Πρέπει να ζήσουμε, όσοι κι αν είναι οι ουρανοί που τσακίστηκαν». Αυτά ήταν τα λεγόμενα της της Κόνστανς Τσάτερλι, η οποία στα 23 της χρόνια γνώρισε τον Κλίφορντ Τσάτερλι, έναν στρατιώτη ο οποίος κληρονόμησε ένα κτήμα από τον πατέρα του. Ένα τεράστιο κτήμα, στο οποίο η Κόνστανς ένιωθε πιο μόνη από ποτέ, χωρίς τους φίλους και την οικογένειά της. Νιώθει πως η μοναξιά έχει γίνει το καινούριο της σώμα, μέχρι να συνερευθεί ερωτικά με τον φίλο του άντρα της κι έπειτα με τον επιστάτη για να καταλάβει, πως η ηδονή είναι η καλύτερη συντροφιά της. Ένα βιβλίο που κατηγορήθηκε για προσβολή της δημοσίας αιδoύs και το δικαστήριο κράτησε έξι ημέρες, μέχρι να αποφασιστεί πως η άρση της λογοκρισίας.
Αν καθίσουμε να μετρήσουμε πόσα είναι τα απαγορευμένα βιβλία ανά τους αιώνες, είναι πολύ πιθανόν να μας πάρει το ξημέρωμα. Από τον Νίκο Καζαντζάκη με το «Ο τελευταίος πειρασμός», μέχρι τον Jerome David με το «Ο φύλακας στη Σίκαλη», η λίστα είναι μεγάλη. Τελικά όμως λογoκρiνεται η τέχνη; Κι αν ναι, τότε ποιο ατόπημα του συγγραφέα μπορεί να χαρακτηρίσει το έργο του ακατάλληλο; Απαγορεύεται να διαβάζουμε απόψεις που είναι ενάντια στις αρχές μιας απαρχαιωμένης κοινωνίας με οπισθοδρομικές απόψεις που δεν μπορεί να δεχτεί το διαφορετικό; Ας αφήσουμε τον αναγνώστη να κρίνει με τα δικά του κριτήρια, ωριμότητα και γούστο τι του αρέσει και τι όχι κι ας αποφασίσει ο καθένας από εμάς για τον εαυτό του, τι αφορίζει και τι ασπάζεται. Άλλωστε το απαγορευμένο είναι πάντα πιο ιντριγκαδόρικο και θελκτικό. Τι, όχι;
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Κουτσουρά