Μια φορά κι έναν καιρό, μεγαλώσαμε με παραμύθια. Μικροί ικετεύαμε τη μαμά να μας διαβάσει τη Χιονάτη και τους εφτά νάνους, τον Τζακ και τη φασολιά, τα τρία γουρουνάκια. Μας βοηθούσε να κοιμηθούμε ήσυχοι τα βραδιά και γεμάτοι ευγνωμοσύνη, καθώς ακούγαμε πως η Χιονάτη ήταν ασφαλής και πως η κακιά μητριά δεν κατάφερε να την πληγώσει. Είναι όμως αλήθεια ότι αυτό μας έκανε να κοιμόμαστε ήσυχοι ή ήταν μια παραίσθηση της παιδικής ηλικίας;
Θυμάμαι από τα δικά μου παιδικά χρονιά, πίσω στο ένδοξο 1995, πως το να έχεις τη δική σου συλλογή από παραμύθια έδειχνε πως ήσουν το κουλ παιδί της γειτονιάς, που όλοι ήθελαν να περάσουν μια μέρα στο δωμάτιό του διαβάζοντας με τις ώρες. Αν διαβάσεις όμως τώρα ένα παραμύθι από τα κλασικά, εκείνα που έλεγαν σε σένα όταν ήσουν παιδί, στον ανιψιό σου ή σε παιδί φίλης, θα έχεις το ίδιο συναίσθημα; Θα χάρεις που η Χιονάτη είναι καλά; Ή θα θυμώσεις που κάποιος έγραψε μια τέτοια ιστορία για μια κοπέλα που πέθανε η μητέρα της και που η μητριά της τη ζήλευε τόσο πολύ που ήθελε να της κάνει κακό;
Δε θα σας πω το παραμύθι της Χιονάτης -οι περισσότεροι, άλλωστε, μάλλον το ξέρετε-, θα σας πω όμως πως τα παραμύθια με τα οποία μεγαλώσαμε, δε μας έμαθαν την έννοια της ενσυναίσθησης, το αίσθημα της αλληλεγγύης και της κοινωνικής ευθύνης. Αντιθέτως, είχαν το αίσθημα του φόβου, της απογοήτευσής, της αποτυχίας και -μερικές φορές- πρόβαλαν μέχρι και τον φθόνο. Από την άλλη, βέβαια, κάποιος μεγαλύτερος μπορεί να πει πως μια χαρά μεγαλώσαμε με αυτά τα παραμύθια και μια χαρά καταλήξαμε -και πως το ίδιο θα συμβεί και στα παιδιά μας.
Όχι! Δεν καταλήξαμε καθόλου καλά, δεν έχουμε καλές εικόνες από τα παραμύθια, δε μας έκαναν να κοιμόμαστε ήρεμοι το βραδύ όπως τότε νομίζαμε. Η συντροφιά και η αγάπη της μαμάς, του μπαμπά, της γιαγιάς, μάς έκαναν να κοιμόμαστε και όχι η διάσωση της ανήμπορης Χιονάτης από τον δυνατό -και κούκλο κατά τα άλλα- πρίγκιπα. Ποσό ντεκαντανς όλο αυτό, Θεέ μου!
Γιατί σε μια ιστορία πρέπει να πρωταγωνιστεί το κακό και η ζήλεια για να μάθουν τα παιδιά το καλό και την αγάπη; Γιατί να μην τους τα πούμε εξ αρχής χωρίς να πρέπει να περάσουν τα πάνδεινα οι χαρακτήρες; Γιατί έπρεπε να φας το μήλο κούκλα μου; Γιατί να βάλεις σε τόσο κόπο τους εφτά νάνους να ψάχνουν να βρουν βοήθεια; Για να μου δώσεις εμένα την αίσθηση ότι το περιβάλλον σου θέλει το κακό σου, αλλά -μη φοβάσαι!- στο τέλος θα έρθει ένα μανάρι και θα σε σώσει;
Όχι και πάλι όχι! Είμαι πιο έξυπνη από αυτό, δε θα φάω το χαλασμένο μήλο γιατί έτσι με έμαθαν οι δικοί μου -και όχι τα παραμύθια- και αν τύχει να το φάω θα με σώσουν οι φίλοι μου, η οικογένειά μου και όχι ο πρίγκιπας που εντελώς τυχαία είναι κούκλος και πολύ πλούσιος. Ναι, ναι, γνωρίζω τι θα πείτε. Ήταν άλλη εποχή, είναι απλώς ένα παραμύθι, κι εγώ έχω πιάσει τον εαυτό μου να λέει αυτή την μπαρούφα! Ήταν άλλη εποχή, αλλά και στη σημερινή εποχή τα ιδιά λέμε στα παιδιά μας. Γιατί πρέπει να το συνεχίσουμε τότε;
Ας αφήσουμε πίσω μας όλα τα στραβά της κοινωνίας και ας προσπαθήσουμε να γράψουμε εμείς τα παραμύθια που θα λέμε στα παιδιά μας κάθε βραδύ πριν κοιμηθούν. Έτσι κι αλλιώς, τα παιδιά θέλουν να είσαι απλώς εκεί, να τους χαϊδεύεις το μέτωπο για να νιώθουν ασφάλεια και αν δε τους διαβάσεις και κάτι στο τέλος της μέρας, δε χάθηκε κι ο κόσμος. Θα ξυπνήσουν το πρωί με την ιδιά όρεξη για παιχνίδι και σκανταλιά, παιδιά είναι. Θα μάθουν να ζουν και χωρίς την απαίσια μητριά, που ρωτούσε ποια είναι η πιο ωραία σε όλο τον κόσμο, περιμένοντας η απάντηση να είναι «εσύ»!
Τα παραμύθια αυτά θα μείνουν ίδια φυσικά, κανείς δε θα μπει στη διαδικασία να τα αλλάξει, να τα γράψει από την αρχή. Αυτοί που έχουν όμως αλλάξει είμαστε εμείς, έχουμε μεγαλώσει, έχουμε καταλάβει τα λάθη του παρελθόντος και θέλουμε να επαναπροσδιορίσουμε. Να βρούμε παραμύθια και ιστορίες κατάλληλες για τα παιδιά μας με τα σωστά παραδείγματα και μηνύματα.
Παραμύθια που θα πρωταγωνιστεί η ισότητα, η φίλια, η δικαιοσύνη. Και αν δε βρούμε -που θα βρούμε-, ας μπούμε οι ίδιοι στη διαδικασία συγγραφής ενός παραμυθιού, μια ιστορίας που θα είμαστε περήφανοι να διαβάζουμε στα παιδιά μας. Ώστε στο τέλος να μπορούμε να λέμε με χαρά «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλυτέρα» και να το εννοούμε.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.