Θυμάμαι όταν ήμουν μικρό παιδάκι που τόσο ήθελα να μεγαλώσω. Βιαζόμουν. Ανυπομονούσα να ζήσω στον κόσμο των μεγάλων. Στα κυριακάτικα τραπέζια η αγαπημένη μου στιγμή ήταν όταν με έπαιρνες δίπλα σου και συμμετείχα στις συζητήσεις τον μεγάλων. Όλα τα παιδιά έτρωγαν μαζί κι εγώ λάτρευα να τρώω δίπλα σου.

«Στα μάτια των παιδιών ο κόσμος των μεγάλων μοιάζει χρωματιστός κι ενδιαφέρον», μου είχες πει. «Μη βιάζεσαι να μεγαλώσεις, παιδί μου» . Πόσο δίκαιο είχες, μπαμπά. Σε θυμάμαι να τρέχεις πίσω μου κρατώντας ένα πιάτο φαΐ.

Συνήθιζα να τρυπώνω στο κρεβάτι σας. Μου άρεσε να χώνομαι σε εκείνη την αγκαλιά που μέσα της δε χωράει η λέξη «φόβος» και σε κάνει να νιώθεις ανίκητος. Μου έλεγες παραμύθια. Χανόμουν στις ιστορίες που μου έλεγες πριν κοιμηθώ. Πολλές φορές γινόσουν κι εσύ παιδί.

Κάπου ανάμεσα στα φιλιά που μου έδινες, έβγαινε κι η φωνή του λαγού, του λύκου και της αλεπούς. Ήταν από αυτά τα παραμύθια που δεν μπορείς να τα βρεις στα βιβλιοπωλεία κι αυτό γιατί τα παραμύθια δεν αγοράζονται, τα δημιουργούσε εκείνη την ώρα η αγάπη για το παιδί σου, για εμένα. Δεν κοιμόμουν αν δεν άκουγα μια ιστορία σου.

Δε θα σε ξεχάσω να μου λες πως θα μου πάρεις τα κλειδιά αν συνεχίσω να αργώ να γυρίσω σπίτι. Θυμάμαι εκείνο το χαρακτηριστικό «Να με πεθάνεις θέλεις»;  Δε θα ξεχάσω ποτέ που με περίμενες για ώρες έξω απ’ την πόρτα να επιστρέψω στο πρώτο μου ραντεβού. Όταν έπεσα με το ποδήλατο την πρώτη φορά και χρειάστηκε να κάνω ράμματα, θυμάμαι να τρέχω στην αγκαλιά σου με κλάματα κι απ’ το στόμα σου να βγαίνει αβίαστα η ασφάλεια πως θα το κάνεις να περάσει. Κι έτσι έγινε, πέρασε. Ξέρω πως δεν κοιμήθηκες όλο το βράδυ κι ας έπρεπε την επόμενη να ξυπνήσεις νωρίς για να πας στη δουλειά. Καθόσουν δίπλα μου και πρόσεχες μην πάθω κάτι στον ύπνο μου.

Η αγαπημένη μου στιγμή της ημέρας ήταν όταν ερχόσουν να με πάρεις απ’ το φροντιστήριο και στη διαδρομή συζητούσαμε για την ημέρα μας. Μέχρι και σήμερα με παίρνεις τηλέφωνο κάθε μέρα για να δεις αν έχω φάει, γιατί ξεχνάω πολλές φορές. Με παίρνεις τη νύχτα για να μάθεις πώς πάει η δουλειά μου. Λίγα λόγια στο τηλέφωνο και πάντα φυλαγμένο ένα «Σ’ αγαπώ πολύ. Είμαι εδώ για ό,τι με χρειαστείς». Λίγα λόγια και καλά. Οι συμβουλές σου πάντα έτσι ήταν, περιεκτικές κι ουσιαστικές.

Σε ό,τι τρέλα κι αν έκανα ήσουν δίπλα μου και γελούσαμε παρέα, εκνευρίζοντας τη μαμά. Μου έχεις πει πως ο κάθε γονιός μεγαλώνει το παιδί του όπως καλύτερα κρίνει ο ίδιος. Δεν προσφέρουν οδηγίες για το πώς θα γίνεις καλός γονιός βγαίνοντας απ’ το μαιευτήριο. Έχεις δημιουργήσει μια ονειροπόλα. Οι άνθρωποι εδώ δεν είναι όπως εκείνοι στις ιστορίες σου. Ας ελπίσουμε πως μια μέρα θα καταφέρουν γίνουν.

Όσοι μας έβλεπαν έλεγαν πως μοιάζουμε εμείς οι δύο. Όσο περνούν τα χρόνια καταλαβαίνω ακριβώς τι εννοούσαν. Δεν ξέρω αν έχω εξελιχθεί όπως περίμενες. Για παράδειγμα, δεν έχω καταφέρει ακόμη να πετύχω τον καφέ σου και δεν έχω μάθει να φτιάχνω ένα σωστό γλυκό αν κι είμαι κόρη σου. Και, μπαμπά, πίνω αυτά τα βλαβερά αναψυκτικά που τόσο ήθελες να κόψω. Δεν ξέρω αν έχω καταφέρει να σε κάνω περήφανο, εσύ πάντως σίγουρα τα έχεις καταφέρει. Ελπίζω μια μέρα να το κάνω κι εγώ. Σε ευχαριστώ.

Η αγάπη μου για σένα είναι μέχρι τα αστέρια κι ακόμη παραπέρα!

 

Συντάκτης: Ερυφίλη Αβρά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη