Όταν ήμουν μικρή, σωστό κουτσούβελο που κυλιόταν στα γρασίδια και δε σκάμπαζε από ηθικές αξίες και αρχές, μου μάθανε πως το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή είναι η οικογένεια. Να αγαπάς τη μαμά, τον μπαμπά και τα αδέρφια σου. Εκείνοι θα σου σταθούν, εκείνοι θα ποντάρουν, εκείνοι θα σου φωτίσουν το δρόμο πίσω στο σπίτι όταν δε θα υπάρχει γωνιά στον κόσμο που να σε χωράει. Όταν καθετί γύρω σου θα μοιάζει ξένο κάπου θα βρίσκεται μια αγκαλιά να σε παρηγορήσει. Και είχαν δίκιο. Πάντα είχαν δίκιο.

Αργότερα, έμαθα πως οικογένεια είναι κι οι φίλοι. Μπορεί να μην ταυτίζονται οι αιματολογικές μας, μα το λες κι οικογένεια. Είναι η οικογένεια που επιλέγεις, πάει με βάση τα γούστα και τα θέλω σου, τους ονομάζεις δικούς σου, τους εντάσεις στον κύκλο σου. Όταν μου μάθανε την αξία της φιλίας δεν ήμουν κάτι παραπάνω από ένα κοριτσάκι που πίστευε ακόμη στα παραμύθια και τις νεράιδες και που θεωρούσε πως αν η βιολογική μου οικογένεια ήταν τόσο πιστή σ’ αυτό που ήμουν, έτσι θα ήταν κι οι φίλοι.

Πού να ‘ξερα η δόλια πως το παραμύθι θα κρατούσε ωσότου φάω το πρώτο χαστούκι και πέσω με τα μούτρα απ’ το συννεφάκι μου. Ανέκαθεν πίστευα στη φιλία, ανέκαθεν έδινα ό,τι είχα και δεν είχα προκειμένου να δω τους αγαπημένους μου να γελούν. Οι περισσότεροι με λέγανε ανόητη, γελούσαν με την έμφυτη ανιδιοτέλεια που με έδερνε κι από ένα σημείο κι έπειτα έπαψα να θυμώνω και γελούσα κι εγώ μαζί τους. «Κανείς δε μένει για πάντα, καλή μου» λέγανε.

Αλήθεια, εσύ που κάποτε με ονόμαζες «η αδερφή που επέλεξα», θυμάσαι πόσα χαρήκαμε μαζί, πόσο γελάσαμε παρέα, τι δώσαμε και πόσο δοθήκαμε; Θυμάσαι τις στιγμές που εναντιωθήκαμε σ’ όλο τον κόσμο και πήραμε απόφαση να τα βγάλουμε πέρα μαζί; Τότε ήμασταν καλά, τότε τίποτα δεν μπορούσε να χαλάσει αυτό που είχαμε. Θες να το πεις ουτοπικό, θες γλυκανάλατο; Πες το όπως γουστάρεις κι αγαπάς, εμένα με ενδιαφέρει να μάθω αν τα θυμάσαι όλα αυτά και κυρίως αν τα θυμόσουν την ώρα που γύρισες την πλάτη, σωστός Ιούδας κι έφυγες.

Αν τα θυμόσουν, καλά θα κάνω να επικαλεστώ να σου απονείμουν το όσκαρ πρώτου γυναικείου, αν όχι, κρίμα στο χρόνο που χαραμίσαμε. Κρίμα στα λόγια που ξεστομίσαμε η μία στην άλλη, κρίμα στους ανθρώπους που αγνοήσαμε απλώς και μόνο επειδή αρκεστήκαμε σ’ αυτό που είχαμε. Κρίμα στους κόπους μας.

Εκεί που τα πράγματα γίνονται ζόρικα, οι ζόρικοι συνεχίζουν. Εκεί που χρειαζόσουν μια κουβέντα αληθινή να σε συνεφέρει, αρκέστηκες στα μέλια και στα τυποποιημένα «όλα καλά θα πάνε» κι αυτά θεώρησες αληθινά. Τα πίστεψες και τα έκανες κτήμα σου, μαζί κι όλους αυτούς που, ανάθεμά τους, σε έπεισαν πως το ευγενικό ενδιαφέρον τους ήταν ανώτερο όλων όσων είχα προσφέρει. Ωραίο να σου χαϊδεύουν τα αυτιά, έτσι δεν είναι; Γλυκό το χρυσωμένο χάπι. Έτσι όπως το κατάπινες μονοκοπανιά, όλα έμοιαζαν τέλεια με τους ευγενικούς ξένους και τη σκληρή αδερφή σου.

Το είχα πει απ’ την αρχή πως σ’ αυτούς που αγαπώ θα μιλήσω σκληρά. Θα τους βρίσω, θα τους πω μαλάκες όταν θα πέσουν θύμα εκμετάλλευσης, θα τους βάλω να ακούσουν την αλήθεια τους γυμνή. Κι έπειτα θα κάτσω ν’ ακούσω όλα όσα είχαν να πουν, θα τους βοηθήσω και θα το περάσουμε παρέα το μαρτύριο. Μα πρώτα θα τ’ ακούσουν. Πρώτα θα δουν πώς είναι κάποιος να σου δείχνει πού είσαι σωστός και πού όχι, μερικοί το τραβάει ο οργανισμός τους να τους δείξεις με το δάχτυλο. Και τι δε θα ‘δινα να είχα έναν τέτοιον, να μου την πει όταν θα χάνω το δρόμο μου και θα ξεχνάω ποια είμαι.

Μεγάλο προσόν να έχεις κοντά σου έναν τέτοιο φίλο. Τους δήθεν ευχάριστους κι ευγενικούς να τους κάνεις στην άκρη. Όταν κληθούν να διαλέξουν δε θα είσαι στη λίστα των επιλογών τους, θα προτιμήσουν να σώσουν το τομάρι τους. Και πάλι ευγενικά, χωρίς ίχνος ενοχής, θα αποσυρθούν, θα κάνουν μερικά βήματα πίσω και θα σε αφήσουν μόνο. Μακριά απ’ τον κώλο μας κι ας είναι και πέντε μέτρα, λένε. Ένστικτο επιβίωσης το λέω εγώ κι αν σ’ αρέσει. Μα το θέμα είναι πως για το φίλο επιβίωση σημαίνει να το περάσετε μαζί, αλλιώς να πάνε να γαμηθούν οι καλοσύνες.

Την καλοσύνη τη φυλάω για τους ξένους. Την φυλάω για εκείνους που δε μου χρωστάνε και δεν τους χρωστάω δεκάρα. Την κρατάω για εκεί που ξέρω πως δεν κοστίζει. Την ειλικρίνειά μου όμως την έχω καβάντζα για ‘κείνους που όχι απλώς κοστίζει, αλλά αξίζει περισσότερο κι από θησαυροφυλάκιο φίσκα στο χρυσό. Τη σκληρότητά μου θα τη βγάλω όταν τα πράγματα ζορίσουν, θα φανεί εκεί που θα κληθείς να επιλέξεις να γίνεις ευγενικός κι άοσμος, απλός παρατηρητής ή απόλυτος και σύμμαχος ή συνένοχος.

Όταν γύρισες την πλάτη κι έφυγες, μου είπες πως οι φίλοι οι αληθινοί στηρίζουν ο ένας τον άλλο. Και με το κεφάλι ψηλά σου απάντησα πως αν η στήριξη είναι ένα πλαστικό δεκανίκι έτοιμο να σπάσει στο πρώτο άγγιγμα και να σε αφήσει ανήμπορο στο χώμα, τότε να μου λείπει. Το δεκανίκι έμοιαζε ανθεκτικό, μα με την πρώτη δυσκολία έσπασε στα δύο. Από την άλλη, αν στήριγμα είναι τα ίδια τα πόδια με παράλληλη χορήγηση θεραπείας για να γίνουν δυνατότερα, τότε ναι, εκεί είναι που δεν πρόκειται να πέσεις. Η θεραπεία είναι δυσκολότερη, θέλει χρόνο, φίλε μου. Κρίμα που μάσησες με την πλαστικούρα.

 

Συντάκτης: Αλίκη Αμπατζή
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου