Έχει μερικές εβδομάδες που ανά παρέες, ανά φίλους και γνωστούς αρχίζουν να πέφτουν στο τραπέζι οι ιδέες περί διακοπών, περί θερινής καλοπέρασης και βλέψεις για παραθαλάσσιες εξορμήσεις. Κάτι τέτοιες ώρες είναι που ο καθείς θα πει το μακρύ του και το κοντό του, τα όνειρα που πάντα είχε από πιτσιρικάς για το τι εστί καλοκαιρινή περίοδος και δέκα εύκολα βήματα για να τις περάσετε με απόλυτη επιτυχία. Η αρχοντιά μας δεν αποτέλεσε εξαίρεση, εξάλλου κι εμείς έχουμε δικαίωμα σε λίγη άμμο, λίγη θάλασσα, κάτι κρασιά και τον γόη απέναντι.
Η άποψη που διατηρούσα για τις διακοπές ήταν μία και μοναδική μέχρι να πατήσω τα δεκαοχτώ. Τις «πριν την ενηλικίωση διακοπές» τις είχα στο μυαλό μου περισσότερο ως είκοσι μέρες απέραντης θαλπωρής κάτω από μεγάλες ομπρέλες, με κάθε λογής καλούδια και κανέναν να με ενοχλεί, χωρίς κανέναν να εμποδίζει την ψυχή μου να περνάει απ’ το ένα στάδιο της γαλήνης στο αμέσως επόμενο. Και όλα αυτά μέχρι να αποφασίσουν πως οι διακοπές που συμβάδιζαν με τα δεκαοχτώ μου χρόνια αποτελούσαν περισσότερο τελετή ενηλικίωσης παρά κάτι που παραπέμπει, έστω και λίγο, σε διακοπές ή τουλάχιστον σ’ αυτές που γνώριζα μέχρι τότε.
Και πάνω που η βαλίτσα μου έχασκε ορθάνοιχτη με ό,τι ρούχο μπορεί να χωρέσει, μια βαλίτσα διαστάσεων λίγο μεγαλύτερων από κομοδίνο, έγινε το αναπάντεχο. Ανακοίνωσαν πως οι φετινές μας διακοπές θα ήταν στη φύση. Με σκηνή. Για να μην τα πολυλογούμε κάμπινγκ είχε το πρόγραμμα κι έτσι με διαβεβαίωσαν πως το καλό μου το φουστάνι με το άνοιγμα στην πλάτη ίσως και να μην το χρειαζόμουν, όπερ και εγένετο. Ούτε φουστάνια, ούτε φρου-φρου κι αρώματα, σε κάμπινγκ θα σε πάμε κοπελιά, βάλε ένα μαγιό να κάνουμε τη δουλειά μας, πάρε και κάνα δυο μπλουζάκια μην πουντιάσεις.
Κοντολογίς και φυσικά χωρίς να χρειαστεί να μπούμε σε απέραντες λεπτομέρειες περί υπαίθριας διαβίωσης και οδηγίες προς ναυτιλομένους, το σίγουρο είναι ένα: το κάμπινγκ δεν είναι για όλους. Κι όταν λέμε δεν είναι, δεν είναι. Κυρίως δε, όταν το πρόγραμμα σε βρίσκει την έκτη ημέρα να προσπαθείς να φορτίσεις το κινητό σου με τη δύναμη του φεγγαριού και το μαλλί να είναι σε λίγο καλύτερη κατάσταση από εκείνης της καημένης στο survivor. Βέβαια θα μου πεις, όλα για τον άνθρωπο είναι, μια ζωή την έχουμε. Και απαντώ πως τούτη η απάντηση είναι ταιριαστή μέχρι και το τέταρτο βράδυ που θα περάσεις στη σκηνή. Και μετά ο χρόνος μετράει αντίστροφα.
Μέχρι το 4ο βράδυ μιλάμε ακόμη για τη φάση της προσαρμογής, της ευχάριστης διάθεσης να δεχτείς πως η ντουζιέρα δεν είναι μόνο για την πάρτη σου, η σκηνή είναι όσο βλέπεις και ναι, όντως δεν έχει άλλο, κάτω απ’ τα πόδια σου ηχεί περήφανα το μεγαλείο της άγριας ζωής και πως ο μπάρμπας απέναντι θα κυκλοφορεί ολημερίς με το σώβρακο. Όλα αυτά περνούν απ’ το φίλτρο της καλομαθημένης και καλοπερασάκικης ζωής που έκανες μέχρι τότε, καρφώνονται στο υποσυνείδητο φωνάζοντας σου «φύγε» και σου διαλύουν το νευρικό σύστημα μέχρι να ουρλιάζεις πως θέλεις τη μαμά σου. Δύσκολος καιρός για πρίγκιπες.
Μετά το τέταρτο βράδυ όταν το μυαλό σου έχει νοτίσει για τα καλά πια από το σύνδρομο του οργανωμένου ή και όχι καμπιστή, είσαι πια έτοιμος να γονατίσεις και με τη λεπίδα του σπαθιού στον ώμο να γίνεις ένας ακόμη απ’ τους φύλακες της υπαίθριας ζωής. Πέρασες με επιτυχία κάθε είδους δοκιμασία, παραβλέποντας τα ουρλιαχτά φρίκης όταν η αράχνη πέντε επί πέντε που το πήγαινε για ταραντούλα, έκανε ντου στον προσωπικό σας χώρο και η σκηνή έγινε ανάστα ο Κύριος. Μικρές, καθημερινές λεπτομέρειες της ζωής, ας μη δίνουμε σημασία, αυτά συμβαίνουν.
Η φάση είναι κάτι μεταξύ του Μόγλη και του Ταρζάν, με τη μοναδική διαφορά πως ακόμη το ποιος είναι ο Ταρζάν και ποιος ο πίθηκος στο κλαδί, είναι υπό έρευνα. Επομένως, την επόμενη φορά που θα μου πουν πως πήγαν τις πιο σκληροτράχηλες διακοπές της υπάρξεώς τους θα τους απαντήσω πως αν δεν πας για κάμπινγκ περισσότερο από τέσσερις ημέρες δεν ξέρεις τι σου γίνεται. -Μα έκανα αναρρίχηση στον Όλυμπο -Μα αυτό που σου λέω, κάμπινγκ. -Πάλεψα με λιοντάρια -Κάμπινγκ! Κάτι ξέρουμε και το λέμε.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου