Περπατούσε κατά μήκος του δρόμου, έγλυφε το πεζοδρόμιο και όριζε με τη στιβαρή του ύπαρξη τα όρια ενός τόπου χωριζόμενου από τον άλλο χωρίς κανείς να ενδιαφέρεται ποιους χώριζε ή ποιους ένωνε. Εκείνος ο τοίχος έστεκε από πάντοτε εκεί, φρουρός κάποιας ανώνυμης έκτασης, έμενε σε άλλους να υπενθυμίζει να μην περάσουν, σε άλλους να περάσουν και σε άλλους να μη γίνουν τμήμα του. Ένα ακόμα τούβλο στον τοίχο δε θα έκανε καμία διαφορά και αυτό ήταν που τρόμαζε τους προσεκτικούς.
Κι όμως η προσοχή των περισσότερων έφτανε ίσα να αγγίξει το μεγαθήριο που υψωνόταν μπροστά τους, θαύμαζαν την αίγλη ενός απρόσωπου οχυρού κι ας μην ήξεραν το λόγο. Οτιδήποτε κάνει το κεφάλι μας να γύρει προς τα πάνω, τείνει να μας υπενθυμίζει μια μικρότητα που την κρύβουμε καλά. Υψώνοντας το βλέμμα προς τα εκεί που τελείωνε ο τοίχος μοιάζαμε ξαφνικά μικροί, αδύναμοι, τίποτα. Τούτη η κίνηση των περισσότερων που έκανε τον αυχένα τους να πιάνεται από το κοίτα-κοίτα κατά ‘κει που το τελευταίο τούβλο όριζε το τέλος, μου θύμιζε εκείνη την έκφραση που θέλει τον ηλίθιο να κοιτά το δάχτυλο του αγάλματος και όχι κατά ΄κει που δείχνει. Έτσι και η συντριπτική πλειονότητα κοίταζε το ύψος του τοίχου και άλλοι -λιγότεροι- κοίταζαν το τούβλο στην ευθεία. Πρώτο μέλημα είναι τώρα να εντοπίσουμε ποιος είναι ο ηλίθιος, ποιος κοιτά το δάχτυλο και ποιος την κατεύθυνση στην οποία δείχνει.
Με μια επιπόλαιη ματιά ο ηλίθιος είναι αυτός που κοιτά το τούβλο στην ευθεία. Ξέρω αρκετούς που κοίταζαν ψηλά. Ονειρεύονταν να περάσουν τον τοίχο όπως ονειρεύονταν να προσπεράσουν και τις δυσκολίες που συναντούσαν. Έκαναν μέσα στο μυαλό τους το συνειρμό και ταύτιζαν το ύψος των τούβλων με το ύψος που καλούνταν να υπερνικήσουν. Όσο ο τοίχος δεν υποχωρούσε μπρος στην ισχυρή τους θέληση τόσο έτειναν να κοιτάνε προς τα πάνω χωρίς να βλέπουν τίποτα. Μάλλον ένιωθαν ευχαρίστηση να αντιμετωπίζουν κατά μέτωπο τη μικρότητά τους κι ας μην την πάλευαν. Η νοητή ηδονή είναι συνήθως πιο γλυκιά.
Ο τύπος που κοίταζε το τούβλο στην ευθεία έμοιαζε ηλίθιος, ανίδεος, γειωμένος. Έκανε αισθητή την παρουσία του ανάμεσα σε κεφάλια που στραβολαίμιαζαν. Αρνούνταν όμως να εισβάλει βίαια στη μάζα των βλεμμάτων που χάζευε την άκρη του οχυρού, επέμενε να κοιτάει στον πυρήνα του κι ας μην έβλεπε την απέναντι πλευρά. Σάμπως οι άλλοι έβλεπαν; Επέμενε να κοιτάζει το ένα τούβλο που κρατούσε το οχυρό στη θέση του.
Ήξερα κάποιον που επέμενε να κοιτάζει ψηλά, όσο προσπαθούσε να πείσει το συνομιλητή του πως διέφερε. Φώναζε τη διαφορετικότητά του, έκανε θόρυβο που οι ανίδεοι περνούσαν για γλυκόλαλα χερουβίμ. Επέμενε να θυμάται την ασημαντότητά του κοιτάζονται συνεχώς το τελείωμα του τοίχου και έντυνε ποιητικά την προσπάθειά του να υπερνικήσει τη μικρότητα που τον διέτρεχε. Έπεφτε θύμα της νοητής εκείνης γλύκας που τον ήθελε έρμαιο τους στραβολαιμιάσματος, μεγαλοπιανόταν, διάβαζε τις γραμμές και όχι το βιβλίο, καθόταν στη λέξη και όχι στο νόημα.
Ο ίδιος τύπος κάποια στιγμή έφερε το βλέμμα στην ευθεία. Για μερικά δευτερόλεπτα αντίκρισε το τούβλο μπροστά του, δυσανασχέτησε και επέστρεψε στην ίδια θέση με το βλέμμα του ψηλά. Η ποιητικότητα του χάθηκε μόλις το μάτι βρήκε εμπόδιο και άθελά του επέστρεψε στην ίδια κατάσταση που τον ήθελε ένα ακόμα τούβλο επάνω στον τοίχο κι ας αρνήθηκε να το κοιτάξει.
Το αστείο της όλη ιστορίας ήταν πως επέμενε να αγναντεύει το όριο του τοίχοι ελπίζοντας κάποτε να το αγγίξει και αρνούνται να κοιτάξει το τούβλο χωρίς να προσπαθήσει να μη γίνει ένα από αυτά. Σάμπως τι άλλο θα μπορούσε να κερδίσει κάποιος κοιτάζοντάς το; Είναι σαν να σου φώναζε να μη γίνεις σαν και δαύτο, ένα όμοιο στοιχείο ανάμεσα σε άλλα πόσα όμοια στοιχεία, χωρίς καμία διαφορά, καμία ένδειξη αυτόνομης ύπαρξης.
Κάπως έτσι έγινε φανερό πως δύσκολα κάποιος κοιτάει το τούβλο όπως και δύσκολα κάποιος κοιτάει την κατεύθυνση που δείχνει το άγαλμα. Η κατεύθυνση τρομάζει, ο προορισμός πανικοβάλει, είναι ευκολότερο να εστιάζεις στο δάχτυλο αναρωτώμενος «πού μπορεί να δείχνει;» όπως είναι ευκολότερο να κοιτάς το τελείωμα του τοίχου σκεπτόμενος «τι μπορεί να έχει από πίσω». Τούτη η ποιητική διάθεση του αγνώστου ήταν και θα είναι πάντοτε περισσότερο προσιτή. Χαζεύοντας το άγαλμα αγνοείς τον προορισμό, όταν κοιτάς το τελείωμα του οχυρού έχεις πλάτη τον προορισμό. Και ολοξάφνου, εστιάζοντας στο τούβλο είναι σαν να σε προκαλεί να του γυρίσεις πλάτη, να φύγεις, να προσπεράσεις. Είναι μια ενδιαφέρουσα ερώτηση για το τι κάνεις όταν επιλέγεις να εστιάσεις στην κατεύθυνση και όχι στο δάχτυλο. Πού γυρνάς την πλάτη; Ποιος είναι ο ηλίθιος και ποιος ο σοφός;
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή