Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις; Τι ήθελες να γίνεις όταν θα μεγάλωνες; Τι έγινες τελικά; Η απάντηση των περισσότερων ήταν κάθε λογής επάγγελμα που θα μπορούσε να φέρει άνθρωπος στο νου του. Προσωπικά, αν με ρωτάτε, είχα απαντήσει «πριγκίπισσα» κι ας μην είναι επάγγελμα. Μέχρι τα πέντε μου ήταν αυτό που ήθελα κι ας γελούσε με την πάρτη μου ο μισός πλανήτης. Αν αυτό ήταν που με έκανε ευτυχισμένη στα πέντε, λίγο τον ένοιαζε τον κόσμο.
Λίγο αργότερα άρχισε να τους νοιάζει, τους ενδιέφερε ποια θα ήταν η πορεία που θα μου προσέδιδε μια εργασία, το πόστο που αύριο-μεθαύριο θα έθετε σε αξιολόγηση την ποιότητα ζωής μου. Οι περισσότεροι βάλανε μπροστά το σηματάκι του ευρώ και σχημάτισαν επάνω σε φρέσκες ιδέες και φιλοδοξίες την τελική κατάταξη, γιατί έτσι τη μετράμε σήμερα τη ζωή.
Όσο άσχημα κι αν τα πήγαινα με τους αριθμούς, το μόνο σίγουρο ήταν πως αντιλαμβανόμουν πια με απόλυτη βεβαιότητα πως όταν μεταφράζονται σε χρήματα έχουν άλλη χάρη. Ένα μηδενικό παραπάνω στη μηνιαία μισθοδοσία φάνταζε ν’ αποκτούσε ξαφνικά τη δύναμη ν’ αλλάξει ζωές, να προσδώσει στίγμα, να δώσει όνομα.
Μέχρι μία ηλικία τα ονόματα άλλαζαν συχνά, παρέμεναν όμως αριθμοί. Εν αρχή ήταν οι σχολικοί πρόοδοι ελέγχου, κατόπιν τα μόρια των εξετάσεων, μετά το πτυχίο κι έπειτα ο μισθός. Και στα τρία ο παρονομαστής ήταν κοινός. Όσο μεγαλύτερος ήταν ο αριθμός που κουβαλούσα, τόσο πιο ευτυχισμένη θα γινόμουν ή τουλάχιστον έτσι έλεγαν. Κι όσο έκανα το λάθος να τους πιστεύω, τόσο δυσανασχετούσα που δεν έβγαινα στο μέτρημα.
Μέτρημα στο μέτρημα, νούμερο στο νούμερο, τελικά τι διάολο σε κάνει ευτυχισμένο; Και στις εξετάσεις πήγες καλά, και τα μόρια έγραψες, και στη σχολή πέρασες και το πτυχίο σου το πήρες, όλα όπως στα ‘πανε, με τη σειρά τους, τι ακριβώς πάει λάθος; «Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;» «-Ευτυχισμένος». Και γιατί δεν έγινες;
Τούτη την ερώτηση, μιας κι η έννοια ευτυχία είναι υποκειμενική, προσπαθήσαμε να τη φέρουμε στα μέτρα μας, να την καταλάβουμε, να τη νιώσουμε. Όταν λέμε λοιπόν «ευτυχισμένος» στα χωράφια του επαγγέλματος βεβαίως-βεβαίως, αναφερόμαστε σε χόμπι. Ή για να το πούμε πιο απλά, σε πράγματα που μας αρέσουν, μας γεμίζουν, μας κάνουν όντως ευτυχισμένους και άσε τους αριθμούς για αργότερα. Έτσι κι αλλιώς, η ευτυχία δε μετρήθηκε ποτέ με νούμερα, ούτε ανταποκρίθηκε σε ποσοστά.
Επαγγελματίες χομπίστες, άνθρωποι που έκαναν το χόμπι τους επάγγελμα, που το πάθος τους μεταφράστηκε σε εργασία. Ξυπνάνε κάθε πρωί γνωρίζοντας πως έχουν να κάνουν κάτι σημαντικό, αγαπούν τη δουλειά τους, χαίρονται με τις ώρες που περνούν εργαζόμενοι. «Κάνε το χόμπι σου επάγγελμα και δε θα χρειαστεί να δουλέψεις ούτε μία μέρα στη ζωή σου» είπε ο Κομφούκιος, κι αυτή η ρήση του τους συντροφεύει, τους δίνει ονοματεπώνυμο, τους χαρίζει στιγμές ευτυχίας όσο πραγματεύονται το αντικείμενο που αγαπούν περισσότερο. Δεν είναι υποχρέωση, δεν είναι καθήκον, δεν είναι «πρέπει». Έκαναν την καθημερινή εργασία τους, ένα απ’ τα σημαντικότερα «θέλω» τους.
Ξυπνούν κάθε πρωί σκεπτόμενοι πως πρόκειται να χαράξουν άλλη μία παραγωγική μέρα στο ημερολόγιο κι όχι πως η κούραση θα υπερνικήσει κάθε υποψία θετικής διάθεσης. Γυρνούν στο σπίτι τους σίγουροι πως τίποτα δεν πήγε χαμένο, κάτι κατάφεραν και σήμερα, πήγαν ένα βήμα πιο μπροστά, έγιναν καλύτεροι σ’ αυτό που χειρίζονται καλύτερα, σ’ αυτό που αγαπούν. Τραγουδούν, γράφουν, ζωγραφίζουν, κατασκευάζουν, φροντίζουν, δημιουργούν. Ό,τι κι αν κάνουν, μ’ όποιον κι αν συνεργάζονται, όπου κι αν περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας τους δε δουλεύουν, αυτοί δε δούλεψαν ποτέ. Εργάζονται, πλάθουν κι ευτυχούν. Εξάλλου γι’ αυτό πλάστηκαν.
Κανένα νούμερο, κανένας αριθμός, κανένα αποτέλεσμα εξετάσεων δεν επηρέασε, δεν εμπόδισε. Κανένα μόριο, μηχανοραφικά ή πτώση της γενικής βαθμολογίας δεν έδειξε να μειώνει αυτό που έκανε το «είναι» τους να πετάξει. Καμία αποτυχία σε τυπική εξέταση δε στάθηκε μεγαθήριο μπροστά τους. Δεν πίστεψαν ποτέ καθιερωμένα μέσα ελέγχου ή εξέτασης.
Μα ακόμη κι αν βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, πάλεψαν ενάντια στον εχθρό και πέρασαν με επιτυχία στο επόμενο επίπεδο. Κι αν δεν το κατάφεραν; Παράδρομος για εκεί που αγαπάς πάντα υπάρχει. Παράδρομος για την ευτυχία υπάρχει και ορθώνεται όταν αποφασίσεις να τον κοιτάξεις. Τούτες οι στιγμές είναι φωτεινές σπίθες αναμεσίς σε δυο σκοτάδια.
Ζηλευτοί κι αξιέπαινοι. Επαγγελματίες, όπως τους πρέπει, όπως τους αρμόζει. Δε ζουν για την εργασία τους, ζουν μέσα απ’ αυτή. Ενσαρκώνουν το λόγο που καθημερινά φανταζόμαστε τους εαυτούς μας ευτυχισμένους, να πετυχαίνουν εκείνη την τέλεια στιγμή, που αντικατοπτρίζει τον εαυτό μας χαμογελαστό, επιτυχημένο και σίγουρο.
Κι αν ακόμη αναρωτιέσαι αν διάλεξες σωστά, τσέκαρε τα παραπάνω. Προσπάθησε να εστιάσεις στη σπίθα ανάμεσα στα δυο σκοτάδια. Ονόμασέ τα ζωή, πάθος, αγάπη. Κάνε το χόμπι σου επάγγελμα και δε θα χρειαστεί να δουλέψεις ούτε μία μέρα στη ζωή σου.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου