Είμαι είκοσι ετών, ίσα που πάτησα τη δεύτερη δεκαετία της ζωής μου, μόλις που ολοκλήρωσα ένα μικρό μέρος της. Λογικά σκεπτόμενη, δε γνωρίζω και πολλά, λογικά αναλογιζόμενη έχω πολλά να μάθω. Τόσα πολλά που ώρες-ώρες τρομάζω, σκύβω με υποταγή το κεφάλι μου μπροστά στο μέγεθος της γνώσης και του πλούτου που έχω ακόμα να κερδίσω. Επομένως κάθε μου μικρή ή μεγαλόπρεπη θεωρία περί ζωής, γνώσης, κοσμοθεωρίας σαν να υστερεί μπροστά σε πόσες άλλες γνώμες που νότισαν στη γλύκα του χρόνου και της εμπειρίας. Και το δέχομαι.
Εδώ και κάποια χρόνια, τούτη η γλύκα της ζωής που γεύτηκαν κάποιοι πριν από εμένα, τείνει να μεταφράζεται με πλήθος φράσεων και λέξεων, εκ των οποίων οι περισσότερες αφορούν εμένα και το μέλλον μου. Φράσεις γεμάτες αγάπη κι ενδιαφέρον μα κρύβουν κάπου στα βάθη τους και μια απερίγραπτη απογοήτευση, μια θλίψη. «Φύγε» μου λένε, «φύγε και μην ξαναγυρίσεις. Εδώ ούτε μέλλον βρίσκεις, ούτε και θα βρεις. Φύγε και χτίσε τη ζωή σου όπως την ονειρεύεσαι, μακριά από τα ελληνικά σύνορα.»
Ήρθαν ώρες που με βρήκε σύμφωνη η συμβουλή τους, με βρήκε να ταυτίζομαι και η τάση της φυγής αναπάντεχα γέμισε από όνειρα και φιλοδοξίες, ταυτίστηκε με ένα μέλλον ολόλαμπρο, με σχέδια που δεν περιλάμβαναν τον ελληνικό ήλιο και τη μεσογειακή θαλπωρή του. Ξαφνικά η ζωή που λίγο-πολύ όλοι ονειρευόμαστε έβρισκε γόνιμο έδαφος εκτός των γραμμών του ελληνικού χώρου, εκτός των εκτάσεων που κυματίζει η γαλανόλευκη. Κι αναπάντεχα η θλίψη και η απογοήτευση που έσταζε στις όλο αγάπη φράσεις των γονιών και των φίλων ερχόταν και ρίζωνε και καρποφορούσε.
Μάνα, δε θέλω να φύγω. Δε θέλω να μπω σε εκείνο το αεροπλάνο που θα φεύγει για τα ξένα, γιατί ξέρω και ξέρεις πως δύσκολα θα σημάνει γυρισμό. Δύσκολα θα με πείσει να το ακολουθήσω πίσω στον τόπο από όπου ξεκίνησα, δύσκολα θα αφήσω όσα επρόκειτο και μακάρι να χτίσω σε κοσμοπολίτικους τόπους που μου ανοίγουν περισσότερες πόρτες. Φοβάμαι πως αυτοί οι κοσμοπολίτικοι τόποι θα με αφομοιώσουν, θα με κερδίσουν, θα με πείσουν για το καλύτερο αύριο που μάλλιασε η γλώσσα σου να ονειρεύεσαι για μένα. Και τούτο το αύριο όταν μετουσιωθεί σε σήμερα θα σημάνει και μια ζωή λίγο-πολύ οριστική.
Πώς να αφήσω τον ουρανό, τη γη, τη θάλασσα που μ’ ανέθρεψαν, πώς να προδώσω τον τόπο που με μεγάλωσε; Να ΄τανε στο χέρι μου να έχτιζα εδώ με μεγαλοπρέπεια το αύριο που ονειρεύομαι, να έμενα να υπομείνω με δύναμη τις δυσκολίες και τα βάσανα. Να γίνω σε αυτά τα χώματα ο άνθρωπος που οραματίζομαι, να καμαρώσω σαν γύφτικο σκεπάρνι. Κι αν συμβεί να φύγω, κι αν τύχει να με βρουν ώρες μακριά από τα το γαλανόλευκό μου σπίτι, να επιστρέψω με βλέψεις να μείνω ευτυχισμένα κι όχι να απελπίζομαι πίσω από ένα φραγμένο μονοπάτι.
Γιατί, όπως και να ΄χει, τον αγαπώ τον τόπο μου, όπως ο καθένας αγαπά τον δικό του. Το ΄χεις σπίτι σου και το παινεύεις κι οραματίζεσαι να το δεις να λαμποκοπά αντί να το αφήνεις για ένα καλύτερο. Θες να γευτείς στάλα-στάλα τα όσα έχει να σου δώσει κι όχι να λιμπίζεσαι τα καλούδια του γείτονα. Κι όσο μου φωνάζουν να φύγω, όσο προσπαθούν να με πείσουν πως το μέλλον βρίσκεται αλλού, τόσο με πονά, τόσο με απελπίζει. «Φύγε να μάθεις και να ζήσεις», σάμπως εδώ δεν μπορώ να μάθω και να ζήσω; Βάσει των θεωριών τους, μπορώ, όχι όμως όπως θα ήθελα. Βάσει των λόγων τους η ζωή είναι αλλού.
Θα μου πεις, τόσοι και τόσοι έφυγαν, τόσο και τόσοι αναζήτησαν την τύχη τους αλλού και σε κακό δεν τους βγήκε. Μα στοιχηματίζω πως κάθε που αναπολούν, κάθε που γυρίζουν νοητά πίσω, θλίβονται και μελαγχολούν. Όχι τόσο που φύγανε, μα επειδή δεν μπόρεσαν να μείνουν κι ας το ΄θελε η καρδούλα τους. Όσο πονά η ανημποριά της παραμονής, ούτε που πλησιάζει η επιθυμία της φυγής, μιας και το να φύγεις το λες και επιλογή, μα το να μην μπορείς να μείνεις το ονομάζει υποχρέωση. Κάτι δύσκολοι καιροί σαν και δαύτους μας κάνουνε πουλιά που φεύγουν, που αναζητούν κλίμα εύφορο για να ζήσουν, αποδημητικά που οραματίζονται την ώρα που θα επιτρέψουν όταν καλυτερέψει ο χρόνος κι ο καιρός. Ξενιτεμένοι από ανάγκη, φυγάδες για μια ζωή καλύτερη.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή