Θα τους δεις ν’ αγναντεύουν εκείνο το ηλιοβασίλεμα μόνοι. Θα τους πετύχεις να χάνονται σε μέρες παλιές, αναπολώντας κάτι περασμένα μεγαλεία. Θα τους βρεις ν’ ανοίγουν τα χαρτιά τους μονάχα όταν θα σταθούν μπρος απ’ τον καθρέπτη τους και το βλέμμα τους θα μαλακώσει, θα γλυκάνει, ξέρουν πως κανείς δεν τους βλέπει. Θα γελάσουν με την ψυχή τους, θα συμπαρασταθούν, θα συμπονέσουν. Μα όταν έρθει η ώρα τους ν’ ανοιχτούν, να παραδώσουν ενώπιον όλων ένα κομμάτι τους, θα αποχωρήσουν σιωπηρά. Είναι άνθρωποι μόνοι, κι ας μη βγάζουν μάτι.
Αλήθεια, έχεις νιώσει ποτέ ολομόναχος ανάμεσα σε χίλιους ανθρώπους, ανάμεσα σε πλήθη; Έχεις φωνάξει μέσα στην ησυχία και κανείς δε φάνηκε να σ’ ακούει; Έχεις ψάξει να γύρεις σ’ έναν ώμο, να ξαποστάσεις και το τοπίο να μοιάζει αδειανό; Να μιλάς τη γλώσσα τους και κανείς να μην καταλαβαίνει; Όλο κάτι πάει λάθος κι όλο κανείς δε μοιάζει ν’ αναλαμβάνει την ευθύνη, κανείς δε σήκωσε το χέρι του να πάρει το λόγο και να πει πως «ναι, είμαι μόνος, βοηθήστε με».
Άνθρωποι μόνοι υπάρχουν πολλοί. Άνθρωποι απελπισμένοι περισσότεροι. Άλλοι τη βρίσκουν με τη μοναξιά, θεωρούν πως τους βοηθά, τους κάνει καλό, άλλους πάλι τους τρώει το σαράκι για εκείνο το τηλεφώνημα που περίμεναν και δεν ήρθε ποτέ. Τους έφαγε εκείνη η αναμονή για ένα τρυφερό χάδι, για μια γλυκιά φωνή όλο κατανόηση που ποτέ δεν έφτασε στην ώρα της κι όλο την περιμένουν. Θα τους δεις να κλαίνε κρυφά, να μη βγάζουν άχνα, να σιωπούν κι έπειτα να γελούν με πάθος. Είναι άνθρωποι μόνοι.
Τους κατηγορούν, τους δείχνουν με το δάχτυλο, «απροσάρμοστοι» άνθρωποι. Σαν εκείνον τον κύριο, ίσα με πενήντα χρονών που κάθε μέρα έκοβε βόλτες στη γειτονιά και δεν έλεγε ν’ αρθρώσει κουβέντα. Βάδιζε νωχελικά και σε κοίταζε μονάχα με εκείνο το ύφος που ανάθεμα κι αν πρόδιδε συμπάθεια ή όχι κι απομακρυνόταν. Μονόχνοτος και ακατάδεκτος. Κι έπειτα μάθαμε πως είχε καιρό που έχασε τον άνθρωπό του κι έκτοτε δε βρήκε κάτι να τον γεμίζει, κάτι να τον ολοκληρώνει. Έμεινε ν’ αγναντεύει εκείνο το ηλιοβασίλεμα μόνος. Κι έκτοτε κανείς δεν είπε κουβέντα για τον κύριο που γυρνούσε μόνος του και δεν ήθελε άνθρωπο κοντά του. Τον αφήσαμε στην ησυχία του. Μείναμε κι εμείς ν’ αναγνωρίζουμε τη θλίψη στο βλέμμα του κι αφήσαμε στην άκρη τα πικρόχολα σχόλια και τους αγενείς χαρακτηρισμούς.
Είναι εκείνοι οι άνθρωποι που πληγώθηκαν. Πόνεσαν κι ας μην το έδειξαν, κι ας μην έμαθε ο ντουνιάς τα καμώματα και τις πληγές τους. Ήρθε μία στιγμή που ο καιρός τους τα ΄φερε ανάποδα, ήρθε και ρήμαξε. Προσπαθούν πρωτίστως να βρουν τον εαυτό τους κι έπειτα κάποιον που να τους δεχτεί και να τους αγαπήσει ανιδιοτελώς κι ολοκληρωτικά. Κρατούν μία θέση για τον αγαπημένο, τη φυλάνε και περιμένουν. Πού θα πάει, θα έρθει. Η εφήμερη αγάπη δεν τους γέμισε ποτέ.
Είναι οι άνθρωποι που παραλλήλισαν τον εαυτό τους μ’ έναν καθρέπτη. Κομμάτια δικά τους που είδαν να γίνονται θρύψαλα και να κείτονται στο δάπεδο. Κοφτερά κομμάτια γυαλιού, το καθένα αντικατοπτρίζοντας ένα μέρος του εαυτού τους. Σκύβουν να τα μαζέψουν, γονατίζουν να τα βρουν, το βλέμμα τους πέφτει σε χίλιες δυο αντανακλάσεις τους σκορπισμένες ολούθε. Κομμάτι το κομμάτι, προσπάθεια στην προσπάθεια, λίγο-λίγο τα μαζεύουν υπομονετικά κι ας κόβονται απ’ τις αιχμηρές γωνίες. Ματώνουν, πονούν και περιμένουν.
Παρέα με τη μοναχική αντανάκλαση που τους γελά ειρωνικά, τα σκόρπια τηλεφωνήματα και τα λειψά χαχανητά να γεμίζουν τη μέρα τους, αυτοβαφτίστηκαν μαχητές εν καιρώ ειρήνης. Πάσχισαν ν’ αντλήσουν χαρά απ’ τα μικρά τους καθημερινά επιτεύγματα. Προσπάθησαν να μιλήσουν μα κανείς δεν έκανε τον κόπο να τους ακούσει. Αγάπησαν τη μοναξιά τους μιας κι ήταν η μόνη που άκουσε τα παράπονα και τις πίκρες τους. Την πάλεψαν γιατί τη φοβήθηκαν κι όταν η ασχήμια της καθημερινότητας μαύρισε το τοπίο τους επέστρεψαν ξανά σ’ αυτή. Ήταν εκεί και τους περίμενε όταν άλλοι έφευγαν. Σταδιακά η μορφή της τους έμοιασε, τους κέρδισε και τους κράτησε.
Απογοητευμένοι απ’ τους καθωσπρεπισμούς των φαινομενικά κοινωνικών ανθρώπων, κουρασμένοι απ’ τα νόθα χαμόγελα και τα πισώπλατα ξεκατινιάσματα, δέχτηκαν με αξιοπρέπεια τη γνησιότητα του «είναι» τους. Γέλασαν στη θολή αντανάκλαση κι άπλωσαν το χέρι στον εαυτό τους. Θα σου πουν πως είναι καλά, θα σου γελάσουν με ειλικρίνεια και θα σου υποσχεθούν πως όταν τους χρειαστείς θα είναι εκεί. Το χρειάζονται περισσότερο από ‘σένα.
Άνθρωποι μόνοι που γυρνούν ανάμεσά μας. Άνθρωποι πονεμένοι, στερημένοι, απογοητευμένοι. Άνθρωποι που έκαναν λάθη δικά τους, που υπέστησαν τα λάθη των άλλων και πλήρωσαν τα κερατιάτικα. Άνθρωποι που φοβούνται να μιλήσουν, ν’ ανοιχτούν και να δοθούν. Βαδίζουν ανάμεσα στους περαστικούς, περνούν απ’ τα μέρη που πατάς κι έχουν τους καημούς που κουβαλάς. Άνθρωποι όμοιοι με εσένα, ζητούν ένα χαμόγελο, παρακαλούν για ένα χάδι και ζουν για εκείνη την άγια ώρα που ο κόσμος θα πάψει ν’ ασχολείται μονάχα με την πάρτη του. Άνθρωποι που έχουν όνειρα μεγαλύτερα απ’ όσα μπορούσαν να φανταστούν και κανέναν για να τα μοιραστούν.
Ιδιαίτερες μορφές που δεν μπόρεσαν να ταιριάξουν με την απλότητα του κόσμου, που ζήτησαν το κάτι παραπάνω και τους χαρακτήρισαν «αχόρταγους». Πλάσματα με φιλοδοξία να μοιραστούν τους δυο καημούς τους χωρίς να αισθάνονται βάρος, χωρίς να κουράσουν, χωρίς να ταλαιπωρήσουν. Άνθρωποι μόνοι που περιμένουν τη στιγμή να μοιράσουν το «εγώ» τους ξανά, να το κόψουν σε κομμάτια και να το δωρίσουν και να τους το επιστρέψουν καλύτερο, ολοκληρωμένο.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου