Η ζέστη μας θέριζε, έλιωνε το σώμα μας. Τι άλλο θα μπορούσε άλλωστε να συμβαίνει καταμεσής του καλοκαιριού; Όσο η θερμοκρασία ανέβαινε, τόσο πέφταμε εμείς, εγκλωβισμένοι μέσα σε τέσσερις τοίχους να ζηλεύουμε τα check-in σε παραλίες και μπιτσόμπαρα που σάρωναν το φέισμπουκ. Καταριόμασταν που το καλοκαίρι μας βρήκε να χαζεύουμε γκρίζα μπετά κι όχι χρυσαφένιες αμμουδιές και γαλανά νερά. Το λες και alternative.
Κι όταν πια το πράμα δεν πήγαινε παραπέρα, μια ιστορία ήρθε και κάθισε σε εκείνα τα μυαλά που απαρνιόντουσαν να στεριώσουν σε μια θέση περισσότερο αισιόδοξη. Ήταν εκείνη η ιστορία για τον ισοβίτη που παρηγοριόταν μονάχα απ’ το παράθυρο που του επέτρεπε, έστω και για λίγο, να βλέπει το φως, να χαίρεται με τις λιγοστές αχτίδες που μπάζανε απ’ το ριγέ παραθυράκι.
Τα βλέμματα κάμποσων πέσανε στην μπαλκονόπορτα που έχασκε θεόκλειστη, μη και φύγει η ψύξη του κλιματιστικού που έφτανε τους 20 βαθμούς και η οποιαδήποτε απόπειρα να ξεμυτίσεις στο εξωτερικό περιβάλλον ισοβαθμούσε με λιποθυμία. Σίγουρα πολλοί χάρηκαν που βρήκαν μπαλκονόπορτα αντί για παραθυράκι.
Το κλιματιστικό ησύχασε, η μπαλκονόπορτα άνοιξε κι οι επόμενες μέρες μας βρήκαν να σιγολιώνουμε στις λιγοστές καρέκλες και να φωτοσυνθέτουμε με τον καφέ να κρέμεται στο ένα χέρι. Παραλία δεν το έλεγες, το έλεγες όμως μια αξιότιμη, τίμια προσπάθεια να μετατρέψεις το εναλλακτικό σου καλοκαίρι σε μία διαδικασία ολίγον τι πιο ευχάριστη.
Από εκείνη την ημέρα οι καφέδες στο μπαλκόνι έγιναν η καθιερωμένη ιεροτελεστία κι αν στην αρχή τα μπετά που έστεκαν σαν θηρία απέναντί μας, τώρα έμπαιναν εύθυμα στην παρέα μας, είχαν πια να πουν κάτι περισσότερο πέρα απ’ το να θυμίζουν πως «όντως, δε βρίσκομαι σε εξωτικό νησί κάτω από φοίνικες».
Κι όσο τα πρωινά μας είχαν για check-in μπαλκονάτες συζητήσεις και δροσερούς καφέδες, τα βράδια μεταφερόμαστε κάπου με λίγο καλύτερη θέα. Γιατί άραγε, δεν είχαμε ανοίξει ποτέ την ταράτσα; Εδώ ο ισοβίτης αντλούσε δύναμη απ’ το δείγμα φωτός που του επέτρεπαν τα σκουριασμένα σίδερα κι εμείς αρνιόμασταν πεισματικά να δούμε πως η καλύτερη θέα είναι αυτή που αποδέχεσαι δυσκολότερα.
Η ταράτσα έγινε το στέκι που συντρόφευε τις νυχτερινές μας εξορμήσεις. Τρεις-τέσσερις άνθρωποι και κάμποσα κουτάκια μπίρες έγιναν οι αχτίδες του ήλιου που χωνόντουσαν απ’ το μικρό παραθυράκι του ισοβίτη. Ο ουρανός για πάρτη μας κι η πόλη στα πόδια μας.
Έτσι κι αλλιώς έχει άλλη γοητεία η νυχτερινή πόλη το κατακαλόκαιρο. Χαλαρώνει, ημερεύει, σιωπά κι ύστερα ξαναρχίζει το τραγούδι της. Φλέγεται κάτω απ’ τα γκρίζα μπετά που νότισαν τόσες ώρες κάτω απ’ τον ήλιο και ξερνάνε τα βράδια τη θέρμη τους. Φωτεινά σημεία σε ορθογώνια σχήματα σηματοδοτούν τη ζωντανή πλευρά της, ψιθυριστές φωνές από απέναντι μπαλκόνια ηχούν ίσα με το να πειστείς πως ήρθαν για να σε συντροφεύσουν. Εύχεσαι εις υγείαν και κατεβάζεις μονοκοπανιά την μπίρα που απόμεινε στο κουτάκι με κέρασμα τη συντροφιά που ήρθε κι έκατσε είτε πλάι σου είτε μερικά τετράγωνα παρακάτω.
Τέτοιες βραδιές φτάνουν στο αποκορύφωμα της γλύκας τους όταν πια ο νυχτερινός ουρανός κάνει τον κύκλο του κι αποφασίσει να ξεκουραστεί δίνοντας τη θέση του σε εκείνη τη θαμπή χαραυγή που λίγο-λίγο ξεμυτίζει απ’ το βάθος κάποιου μακρινού τόπου. Το χρυσαφί της πέπλο απλώνεται, έρχεται και χύνεται, σε μεθά γλυκά σαν καλό κρασί. Το ψυχρό γαλάζιο χαρίζεται στα χρυσοκόκκινα φτερουγίσματα κι η ησυχία σαν να κρίνεται απαραίτητη.
Κανείς δε μιλά, κανείς δεν αναπνέει. Την ξέρουν αυτή την ώρα, την περίμεναν μια βραδιά ολάκερη, τη σέβονται σιωπώντας, χαρίζονται σε εκείνα τα λιγοστά λεπτά που ανοίγουν την αυλαία της νέας μέρας. Τα κουτάκια της μπίρας έχουν πια αδειάσει, η ζαλάδα έχει πια περάσει κι η μέθη της πρώτης αχτίδας είναι η ομορφότερη παρουσία της παρέας.
Τούτα τα καλοκαιρινά πρωινά δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από ουτοπικές παραλίες και εξωτικά νησιά. Αυτά τα πρωινά δεν ήρθαν ν’ αντικαταστήσουν την απουσία του γνήσιου παραθερισμού, ούτε να υπενθυμίσουν τη μελαγχολία μιας χαμένης βουτιάς. Τέτοια είναι τα πρωινά που θα τα ζούσες κάθε μέρα έως ότου μπορούσες πια να προβλέψεις την ομορφιά του επόμενου λεπτού. Κι ωστόσο κάθε φορά σε ξαφνιάζει, λες και δεν τα ξαναείδες παρά μόνο σήμερα, αυτήν την ώρα.
Είναι από εκείνες τις στιγμές που επιδέχονται την κοινοκτημοσύνη, μοιράζεσαι τη στιγμή σαν να παρακολουθείς την καλύτερη ταινία σε πρώτη προβολή. Είναι αυτά τα καλοκαιρινά ξεβράσματα εκείνων των νερών που σε βρίσκουν σε μπαλκόνια και ταράτσες.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου