Κατά καιρούς, όταν τα πράγματα ζόριζαν και κάπως έπρεπε να φέρω εις πέρας το δυσκολοδιάβατο μονοπάτι που ονομάσανε «ζωή», αναρωτήθηκα ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος. Έψαξα να βρω πώς τελικά γίνεται να βγεις ανέγγιχτος ή στη χειρότερη ελαφρώς χτυπημένος από κάθε λογής δεινό που θα σου τύχει. Όσο το ‘ψαχνα, όσο πάλευα να καταλάβω, τόσο δυσκόλευε ο δρόμος κι όλο γυρνούσα γύρω από το ίδιο ερώτημα. Ποιο είναι εκείνο το βάλσαμο που κάνει ευκολότερη τη διαδρομή;

Το «Μη το ψάχνεις και πολύ, όλοι οι δρόμοι έχουν τα παρακλάδια και τις διασταυρώσεις τους, ουδέποτε θα τους περάσεις ανέπαφος και ισχυρός όπως ακριβώς μπήκες» σίγουρα δεν ήταν και η θετικότερη εκδοχή που θα μπορούσαν να δώσουν. Συνεπώς η λύση δε βρισκόταν στη λογική των πολλών. Βρισκόταν κάπου αλλού, στα λόγια κάποιου λιγότερο ρεαλιστή από τον κοινό, μέσο άνθρωπο του 21ου αιώνα.

«Το βάλσαμο το φτιάχνεις κι αν δεν το φτιάξεις ποτέ τουλάχιστον τραγούδα. Κάθε δρόμος γίνεται καλύτερος μετά μουσικής». Εκείνο το «τραγούδα» αναμφίβολα ήταν καλύτερη εκδοχή από εκείνη που ήθελε τους διαβάτες να τη βγάζουν στη μούγκα. Όπερ και εγένετο λοιπόν. Όχι πως ήμουν από τους τύπους που χρειαζόμουν κάποια αφορμή για να το ρίξω στο τραγούδι και στα χορευτικά, αλλά όπως και να το κάνεις, όσο στο λένε τόσο περισσότερο σ’ αρέσει.

Προς τιμήν λοιπόν κάθε όμοιου και κάθε συμπάσχοντα, παραδίδω τα εύσημα και τα μεγαλεία σε όλους αυτούς που τραγουδάνε δυνατά, έτσι, χωρίς λόγο, χωρίς μουσική, χωρίς φωνητικά ακόμα και χωρίς καλή φωνή. Έχει σημασία; Αν ρωτάς εμένα θα σου απαντήσω πως όχι, δεν έχει καμία.

Σε εσάς λοιπόν, που με κάθε αφορμή πιάνεται το καλλιτεχνικό σας ένστικτο να ξεπηδάει και η φωνή ρέει γάργαρη μέσα από κάθε ευκολία ή σκληροτράχηλη διαδρομή, στα απλά και καθημερινά ή στα ζόρικα και στα απαιτητικά. Σε εσάς που η μπανιέρα, το αυτοκίνητο και το ασανσέρ έγινε το stage σας. Σε εσάς που δε διστάζετε να ξεκουφάνετε τη γειτονιά καταμεσήμερο κι όποιος παραπονεθεί θα περάσει από το γραφείο του καλλιτεχνικού διευθυντή.

Σε εσάς που αναγνωρίσατε νωρίς τη δύναμη που έχει η μουσική και το τραγούδι, το μερίδιο που έχει η φωνή σας να φτιάξει, να πλάσει, να διορθώσει. Τραγουδάτε δυνατά γιατί δε σας νοιάζει, δε σας αφορά, παραμερίσατε τους ενδοιασμούς και είπατε: «τώρα τραγουδάμε». Για εσάς που κάθε σας στιγμή, μικρή ή μεγάλη φαντάζει ομορφότερη αν πάει μετά μουσικής. Μόνο ο Θεοφάνους λείπει να μας περάσει από οντιστιόν. Τι θες να πεις είμαι ατάλαντος;

Ποιον θα πεις ατάλαντο; Εμένα; Εμένα που για να πιάσω τις ψηλές τις Aguilera πέρασα από σαράντα κύματα κι ακόμα να δούμε προκοπή; Να μη μιλήσω για την ελαφρολαϊκή μου πλευρά που έχει κάνει κάθε καψουροχτυπημένο να φτάσει στα πρόθυρα της κατάθλιψης; Άκου εκεί ατάλαντος. Που σε λίγο θα μου πετάνε δεκάλεπτα οι περαστικοί επιβραβεύοντας με για τους κόπους και τη μουσική μου φλέβα που ανάθεμα κι αν υπάρχει κάπου ανάμεσα στις άλλες. Σε μένα που μετά πολλών κόπων και βασάνων κατάφερα να ακούγομαι λιγότερο σαν βατράχι και περισσότερο σαν άνθρωπος. Αυτή είναι πρόοδος κύριε Θεοφάνους κι άμα λάχει πρόταση από δισκογραφική έλα από το γραφείο μου να τα πούμε.

Για να πούμε βέβαια και του στραβού το δίκιο, δεν είναι λίγες οι φορές που χαρακτήρισα «τρελούς για δέσιμο» τύπους που με τα ακουστικά στα αυτιά σιγομουρμούριζαν το κομμάτι που άκουγαν καταμεσής του κεντρικού με τα κεφάλια των περαστικών να γυρίζουν εκατόν ογδόντα μοίρες. Βέβαια, θα μου πεις, τι σημασία έχει; Το ζουν, το νιώθουν και το απολαμβάνουν. Το χαίρονται με την ψυχή τους κι ούτε που δίνουν δεκάρα για εκείνους που σχολιάζουν ή γελάνε χαιρέκακα με την αρχοντιά τους. Πες μας εσύ κάτι φιλαράκο να δούμε αν το λες καλύτερα.

Όπως και να ‘χει το πράγμα, το συμπέρασμα δεν μπορεί να είναι άλλο πέρα από ετούτο: Το να τραγουδάς δυνατά δεν είναι προνόμιο των καλλίφωνων και των επαγγελματιών. Να σημειώσουμε κάπου εδώ πως καλό θα ήταν για το παραπάνω να μη λάβουμε υπόψη τη γνώμη των γειτόνων. Τραγουδάμε δυνατά γιατί μας κάνει να αισθανόμαστε καλύτερα, φωνάζουμε με την ψυχή μας τον αγαπημένο μας στίχο γιατί έτσι αντιμετωπίζουμε θετικότερα τη μαυρίλα που έρχεται κατά πάνω μας. Βρέχει στη φτωχογειτονιά, βρέχει και στην καρδιά μου.

 

Συντάκτης: Αλίκη Αμπατζή
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή