Αν μας ρωτήσουν, ο καθένας θα έχει να πει τα καλύτερα για την παρέα του, για τα άτομα που επέλεξε να μοιράζεται τον ελεύθερο χρόνο του. Ο καθένας θα έχει να πει κάτι διαφορετικό μα όλοι θα έχουν έναν κοινό προσανατολισμό: όλοι περνάνε καλά, όλοι ξέρουν να εκτιμούν τις μικρές ευχάριστες στιγμές τους.
Ωστόσο, είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε ένα πράγμα. Όσο ιδανικούς κι αν θεωρούμε τους φίλους μας, όσο κι αν πιστεύουμε πως όλοι θα ζήλευαν τον τρόπο με τον οποίο η παρέα μας περνάει καλά, πάντα θα έχουμε ως πρότυπο εκείνη την παρέα που συζητάει μετά μουσικής.
Δεδομένου ότι η μουσική εξευμενίζει τα ήθη, καταπραΰνει τους πόνους και δημιουργεί μια ευχάριστη διάθεση, δεν είναι παράλογο που μια τέτοια παρέα αποτελεί πόλο έλξης για τους περισσότερους. Και φυσικά δεν αναφερόμαστε στις παρέες που ξενυχτάνε στο τοπικό μπαρ και την επομένη το κεφάλι τους κοντεύει να δηλώσει παραίτηση απ’ τα πολλά ντεσιμπέλ.
Μιλάμε για εκείνη την παρέα που τα καλοκαιρινά βράδια θα προτιμήσει να κατέβει στην παραλία και πλάι στο κύμα κάποιος θα βγάλει την κιθάρα και θα ακουστούν οι πρώτες νότες και λίγο μετά κάποιες δειλές φωνούλες να σιγοτραγουδούν.
Η ώρα περνάει κι οι –αρχικά– δειλές φωνές δυναμώνουν, τώρα πια ακούγονται και κανείς δε νοιάζεται αν πιάνουν τους τόνους ή αν θυμίζουν τοπική συναυλία σε υπαίθριο φεστιβάλ. Δεν είναι αυτός ο σκοπός, δε χρειάζεται να εντυπωσιάσουν ούτε να αναδείξουν τις μουσικές τους ικανότητες, όλοι γνωρίζουν ότι δεν έχουν να κάνουν με καλλιτέχνες ούτε με διάνοιες της μουσικής σκηνής.
Το βασικό είναι πως δε χρειάστηκε να φάνε τα χρόνια τους στα ωδεία. Και φυσικά ακόμα κι αν το συνολικό αποτέλεσμα παραπέμπει περισσότερο σε συνονθύλευμα από κραυγές αποδημητικών πουλιών, όλοι κάποια στιγμή θα γυρίσουν το κεφάλι τους και θα κοιτάξουν με θαυμασμό μια τέτοια παρέα.
Η εικόνα είναι άκρως κλισέ και συνηθισμένη, δεν έχει τίποτα πρωτότυπο και λίγο-πολύ όλοι την έχουμε στο μυαλό μας ως κάτι που συμβαίνει για το θεαθήναι. Ο κιθαρίστας στη μέση και γύρω του σε κύκλο 4-5 άτομα να τον κοιτάζουν με προσήλωση και κάθε τόσο να σκουντιούνται και να χαμογελάνε μεταξύ τους ενώ κάπου στο βάθος σίγουρα θα δεις να αχνοφαίνεται ένα μπουκάλι με κρασί ή κουτάκια μπίρας σε ένδειξη μέθης και καλής διάθεσης. Δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από στιγμιότυπο αμερικάνικης νεανικής ταινίας της δεκαετίας του ’80.
Ωστόσο, παρά τη φαινομενική δηθενιά που ίσως να χαρακτηρίζει μια τέτοια σκηνή, αξίζει να αναρωτηθούμε τον λόγο που εξακολουθεί να υπάρχει και να κατακλύζει τα καλοκαίρια τις ερημικές παραλίες και τον χειμώνα τα φοιτητικά σπίτια και τις ταράτσες. Ίσως μια τέτοια απασχόληση να τη χρειάζεται ο κόσμος του 21ου αιώνα, του αιώνα που κατακλύζεται από τα smartphones, τα γρήγορα λάπτοπ, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και κατ’ επέκταση την απομόνωση από οτιδήποτε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παρεΐστικο κι ομαδικό.
Με το που ακουστεί το πρώτο τραγούδι, τα κινητά κλείνουν, οι ειδοποιήσεις στο facebook μπαίνουν στο αθόρυβο κι από μεμονωμένα άτομα, ξαφνικά ξαναγυρνάμε στην πρωταρχική μορφή που δεκαετίες τώρα ονομάζουμε παρέα.
Είναι η στιγμή που δεν αισθάνεται κανείς την ανάγκη να δημοσιεύσει την κατάσταση και την τοποθεσία του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να διαφημίσει την καλοπέραση και την εύθυμη διάθεσή του, να τη μοιραστεί με γνωστούς κι αγνώστους.
Μέσα σε ένα κλίμα που οι ηλεκτρονικές συσκευές που έχουν γίνει προέκτασή μας, δε βρίσκονται πια σε λειτουργία, όλοι στρέφονται στην κοινή δραστηριότητα, συμμετέχουν, συμπάσχουν κι αλληλεπιδρούν με έναν μοναδικό τρόπο.
Δεν έχει σημασία αν γνωρίζεις εξονυχιστικά τον διπλανό σου ή τον βλέπεις για πρώτη φορά στη ζωή σου, εκείνη τη στιγμή μοιράζεστε τον ήχο, τους στίχους και λίγη απ’ την ψυχή σας. Τραγουδάτε γιατί σας αρέσει, γιατί ταυτιστήκατε με τον στίχο, γιατί σας παρασέρνουν τα ακόρντα που δε σταματούν να έρχονται.
Το ένα τραγούδι διαδέχεται το άλλο κι απ’ τη μία στιγμή στην άλλη δε διακρίνεις πια τον ισχυρογνώμων της παρέας, τον θλιμμένο, τον ρομαντικό ή τον συνεσταλμένο. Πλέον δεν έχεις να κάνεις με δικηγόρο, με φυσικό, με σερβιτόρο ή με τον ανειδίκευτο εργάτη, καθόλου ταυτότητες, καμία η ύπαρξη διάκρισης. Πρόκειται για τις στιγμές που εστιάζεις στο σύνολο και περιορίζεις το άτομο, αφήνεσαι στη γοητεία της στιγμής και περιμένεις να αναγνωρίσεις το επόμενο τραγούδι της playlist.
Ακόμα κι αν είσαι στην απέναντι όχθη, σε αυτούς που βρίσκονται εκτός του κύκλου, αξίζει να παρατηρήσεις τα πρόσωπα των συμμετεχόντων προκειμένου να κατανοήσεις την επιρροή που ασκεί πάνω τους μια τέτοια κατάσταση. Άλλοι παραμένουν χαμογελαστοί, συνεπαρμένοι απ’ το εύθυμο κλίμα ενώ άλλοι σε ένδειξη συναισθηματικής έξαρσης σιγοτραγουδούν μισοκλείνοντας τα βλέφαρα, το νιώθουν, το καταλαβαίνουν, το έχουν κάνει κομμάτι τους.
Παρέα τους πια έχουν και τον έρωτα, την απογοήτευση, τη θλίψη ή τη χαρά. Κλείνονται στον εαυτό τους και ταυτόχρονα τον παραδίδουν στους παρευρισκόμενους, τον εναποθέτουν στο κέντρο, ανοίγουν τα χαρτιά τους. Είναι το εισιτήριο που καλείσαι να καταβάλεις.
Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο που απ’ το πλήθος των στιγμών που θα καταγράψεις στο χρονοδιάγραμμα της ύπαρξής σου, αυτές είναι οι φάσεις που θα θυμάσαι εντονότερα. Για ποια πολυσύχναστα καφέ-μπαρ, μου λες; Σαν τον χαβαλέ με φόντο το ξημέρωμα δεν έχει.
Τα χρόνια περνάνε, οι εποχές αλλάζουν, οι άνθρωποι κι οι ανάγκες τους όμως παραμένουν αναλλοία στο πέρασμα των αιώνων. Το είπαν οι σπουδαίοι, το γράψανε οι φιλόσοφοι και το τραγουδήσανε οι πονεμένοι. Δε θα αλλάξεις το γραφτό σου, μάταιος κόπος. Κόπιασε, βολέψου, άνοιξε τον κύκλο, πάρε μια βαθιά ανάσα κι εναρμονίσου.
Επιμέλεια Κειμένου Αλίκης Αμπατζή: Πωλίνα Πανέρη