Ο καθένας έχει το δικό του μοναδικό τρόπο για να θυμάται, να αναγνωρίζει και να νοσταλγεί. Μια μικρή λεπτομέρεια μας διαχωρίζει, μια στάλα προσωπικότητας παραπάνω. Οικογένεια, φίλοι, ο έρωτας της ζωής σου, τόσοι άνθρωποι για να θυμάσαι και να ξεχωρίζεις μέσα στο πλήθος που σε περιβάλλει.
Χρησιμοποιείς κάθε μέσο που διαθέτεις, μάτια, αυτιά, αφή. Όλα τα παραπάνω είναι αποτελεσματικά, αποτυπώνουν την πραγματικότητα, σου δίνουν αυτήν την πολυπόθητη έκτη αίσθηση που για πολλούς ονομάζεται «συναίσθημα». Διότι χρειάζεται συναίσθημα για να μπορείς ν’ αναγνωρίσεις κάποιον μόνο από μερικά στάνταρ χαρακτηριστικά του.
Σε περίπτωση που μας ρωτήσουν ποια θεωρούμε τη σημαντικότερη αίσθηση συγκριτικά με τις υπόλοιπες, η πλειονότητα θα απαντήσει την όραση. Με τα μάτια αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο, τον σκανάρεις, επικοινωνείς. Και δε θα έχουν άδικο, όσοι απαντήσουν κάτι τέτοιο. Η απάντησή τους έχει μια ρεαλιστική πτυχή, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και θα είναι ηλίθιος όποιος διαφωνήσει. Αυτός όμως που θα απαντήσει την όσφρηση, είναι ρομαντικός, αισθηματίας και σίγουρα έχει ερωτευτεί άνευ όρων.
Η όσφρηση είναι μια αίσθηση μαγική. Κι όταν το λέμε σοβαρολογούμε, δε μιλάμε μεταφορικά και μια μικρή δοκιμή θα μας πείσει. Μια γνώριμη μυρωδιά ενεργοποιεί τις υπόλοιπες, τέσσερις αισθήσεις. Ξαφνικά ακούς, βλέπεις, γεύεσαι κι αγγίζεις. Αναπολείς παλιές εικόνες, νιώθεις μια γνώριμη αγκαλιά, ακούς μια γλυκιά φωνή και γεύεσαι μια γεύση ή ακόμη κι ένα φιλί. Κι απ’ τη στιγμή αυτήν, είσαι πλέον κάτοχος της έκτης αίσθησης. Νιώθεις.
Μια στάλα απ’ το άρωμα του αγαπημένου ανθρώπου σου πάνω στα σεντόνια και σου ανοίγει μια χαραμάδα στο τότε, στο τώρα και στο μετά. Ξαφνικά τον έχεις μαζί σου, δίπλα σου, σου κρατάει το χέρι, σου σιγοψιθυρίζει στο αυτί και σου χαμογελάει μ’ εκείνο το στραβό χαμόγελο που τόσο λατρεύεις και μισείς ταυτόχρονα. Η αίσθηση της παρουσίας του είναι πιο ισχυρή από ποτέ και παρακαλάς η μυρωδιά του να μείνει για πάντα στα υφάσματα που χρησιμοποιείς κάθε μέρα.
Αναζητάς υποκατάστατα, ψάχνεις τρόπους να κρατήσεις, όσο πιο κοντά σου γίνεται αυτήν την αίσθηση. Χάνεσαι στο φούτερ του τα βράδια, κρατάς κάπου κοντά σου την μπλούζα της, τον βάζεις να ψεκάσει τα μαξιλάρια σου και της ζητάς να σου πει το όνομα του αρώματος που φοράει.
Αν δεν υπάρχει η δυνατότητα να βάλεις σ’ ένα μπουκαλάκι το άρωμα του σώματος, ώστε να το φυλάς ως κόρη οφθαλμού και σε περιπτώσεις ανάγκης να το σκορπάς στο χώρο, ας προσπαθήσεις τουλάχιστον να φτάσεις όσο πιο κοντά του γίνεται, όταν κάθε γωνιά της ζωής σου βροντοφωνάζει ότι λείπει.
Τι να την κάνεις την όραση, όταν το άρωμα του σώματος σου προσφέρει τόσα πολλά και δεν είναι καν εκεί. Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη τον χρειάζεσαι περισσότερο και σε τρελαίνει που δεν είναι πλάι σου, η φωνή του φαντάζει σαν ένα τραγούδι που έχεις καιρό ν’ ακούσεις και σου λείπει και το χαμόγελο του μοιάζει πιο μυστήριο κι απ’ της Μόνα Λίζα.
Η χαραμάδα όσο πάει και μεγαλώνει, πλέον έχει γίνει παράθυρο και βλέπεις στιγμές, αφουγκράζεσαι τον έρωτα, όσο δεν πάει. Παίζει σε playback η φράση που σε σημάδεψε περισσότερο και το φιλί που δεν μπορείς να ξεχάσεις, όσο κι αν προσπαθήσεις.
Παλεύεις με θεούς και δαίμονες κι ακόμη να διώξεις τη μυρωδιά, είναι πλέον μόνιμα εγκατεστημένη στο κεφάλι σου, γεμίζει τα κύτταρά σου κι από εδώ και πέρα, όπου και να τη μυρίσεις πρώτο πλάνο θα έχεις το πρόσωπο του. Τρομακτικό; Είναι.
Κι αν τάχα μου θαρρείς πως με το πέρασμα του χρόνου ξεθώριασε η κολώνια του, πως πέρασε η μπογιά της και πλέον μυρίζεις άνετα το άρωμα του αδερφού σου, χωρίς να σε πιάνει παράκρουση και να του ζητάς απεγνωσμένα να το αλλάξει, μάλλον απατάσαι. Η σιγουριά κρατάει μέχρι την επόμενη φορά που απ’ το πουθενά θα νιώσεις την οσμή του και θα τον ψάχνεις στη διπλανή καρέκλα ή θα κοιτάξεις προς την πόρτα μπας και μπήκε και δεν τον πήρες χαμπάρι.
Για να λέμε όμως και του στραβού το δίκιο, είναι μεγάλο κομπλιμέντο να σκαλώσει κάποιος με τη μυρωδιά σου. Αφενός του αρέσει, αφετέρου σημαίνει πως σε έχει κάνει τμήμα του, σ’ αποδέχτηκε ως άνθρωπο, ως μια ύπαρξη μοναδική. Του θυμίζεις και του προκαλείς σκέψεις και πάνω απ’ όλα παίρνεις το μήνυμα πως είσαι αναντικατάστατος.
Την μυρωδιά σου δε θα τη βρει πουθενά αλλού, είναι μία και συλλεκτική η έκδοση, το μοναδικό μοντέλο κι η μόνη ευκαιρία για να τη διατηρεί φρέσκια είναι να σ’ έχει κοντά του, να του χαρίζεις την ασφάλεια που αποζητά, την παρέα που στερήθηκε και κοντεύει να λησμονήσει.
Μιλάμε ίσως για κάτι συνώνυμο της ταυτότητας, μία και μοναδική για τον καθένα. Για κάποιους είναι συνήθεια, γι’ άλλους κάτι ευχάριστο και για τους πιο ρομαντικούς κι αισθηματίες είναι εθισμός, μια συνεχή ανάγκη και παράλληλα ο τρόπος τους, για να σου δείξουν πως σε νοιάζονται, τους αρέσεις, τους λείπεις.
Αν δε σου λείπει μυρωδιά δεν ξέρεις τι εστί καψούρα. Αν δεν αναγνωρίζεις άρωμα σώματος με τα μάτια κλειστά, δεν έχεις δεθεί στο έπακρον, κι αν δε σε πιάνουν τα νεύρα σου, μόλις μυρίσεις σε κάποιον άλλο το άρωμά του, δε σου χτύπησε ακόμη ο έρωτας την πόρτα.
Δεν πρόκειται για απλά, ανθρώπινα χαρακτηριστικά, πρόκειται για το σήμα κατατεθέν, εκείνο που δεν μπορείς να εξηγήσεις και το περιγραφείς ως «αυτό το κάτι» που τον διαχωρίζει αυτόματα απ’ όλο τον υπόλοιπο κόσμο.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου