Μέτρησα όλα τα «μου λείπεις» που ειπώθηκαν. Τα ξαναμέτρησα με προσοχή μην και χάσω κανένα, μην και μου ξεφύγει κάποιο πάνω στη βιασύνη. Με τα πολλά, κατέληξα να έχω μπροστά μου ένα σωρό από «μου λείπεις» ειπωμένα το καθένα με τον τρόπο του. Κάθε ένα δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από το διπλανό του, όλα στολισμένα με κάθε λογής ομορφιές που μπορεί να κάνουν κάποιον να το ξεστομίσει, όλα νοτισμένα με το αναπάντεχο της απουσίας. Όλα ήταν όμορφα, όλα κάποιον είχαν να θυμίσουν, μια ιστορία να σου διηγηθούν. Κι όταν πια η σωρός από τα «μου λείπεις» άρχισε να μπαίνει σε κατηγορίες, η μεριά που ήλπιζα να τη δω να βαραίνει περισσότερο με απογοήτευσε οικτρά.
Ξανακάθισα και τα ξαναμέτρησα, αυτή τη φορά με κριτήριο πόσα από τα «μου λείπεις» που είχα μπροστά μου μεταφράστηκαν με παρουσία. Τα ‘βαλα ένα-ένα μπροστά μου, τα κοίταξα, τα ξανακοίταξα, ήταν πικρό το ξεδιάλεγμα. Ένα προς ένα αξιολογήθηκαν, το καθένα με τη σειρά του, δεν άφησα κανένα παραπονεμένο. Κι όταν πια το παράπονο άρχισε να γεμίζει εμένα, το πράγμα δεν μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρο. Ζήτημα ένα-δυο από τα «μου λείπεις» ήρθαν και στάθηκαν να παρηγορήσουν την ανασφάλεια που ξαφνικά σαγηνευτικά κυρίευσε το μέσα μου.
Με πίκρα διαπίστωσα πως ένας συγκλονιστικά μεγάλος αριθμός τους δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να ακουστεί, να ηχήσει, να τολμήσει να βγει από τα χείλη. Ο ήχος αιωρήθηκε για λίγο στη συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα κι έπειτα απλώς χάθηκε, τόσο εύκολα, τόσο απλά. Τόσα «μου λείπεις» που ανασάναμε στον αέρα πρέπει πια κι εμείς οι ίδιοι να είμαστε ένα από αυτά. Ειρωνικό.
Δεν τόλμησα να πάω παρακάτω, έτσι κι αλλιώς ποιο το νόημα; Είχα αποδείξει κάτι που ήδη γνώριζα κι ας μην ήθελα να το παραδεχτώ, να μου το ομολογήσω. Όποιος θέλει να είναι στη ζωή σου, απλώς βρίσκεται. Χωρίς «γιατί» και «πώς», χωρίς δικαιολογίες, χωρίς περιστροφές, απλά βρίσκεται. Όσα «μου λείπεις» κι αν σου εκμυστηρευτεί, όσα και να σου τάξει, όσα και να σου υποσχεθεί, θα βρεθεί με το έτσι θέλω μπρος στην πόρτα σου κάνοντάς τα πράξη, κάνοντάς τα ουσία, κάνοντάς τα αλήθεια. Και στην τελική ποιος θέλει ένα «μου λείπεις» που δε συνοδεύεται από την απόπειρα κατάρριψής του; Τα «μου λείπεις» θέλω απλώς να λύνονται, να μην υφίστανται. Τα θέλω να έχουν προορισμό, να ‘χουν όνομα.
Στην τελική τόσα και τόσα έχουν δει τα μάτια μας. Σάμπως άνθρωποι δε χάνονται, δεν απομακρύνονται; Σάμπως δεν κάναμε μαύρα μάτια να τους δούμε, να τους χαρούμε; Δεν αναρωτηθήκαμε πού βρίσκονται, τι κάνουν, πώς τα περνούν κι αμέσως έπειτα πικραθήκαμε που δε βρίσκονται πια εδώ να μας λύσουν τις απορίες; Γιατί δεν βρίσκονται, πού χάθηκαν;
Μην τα γυρίζεις άλλο στο κεφάλι σου, μη βασανίζεσαι πια, κανένας λόγος δεν υπάρχει. Πήραν τα «μου λείπεις» τους και φύγανε, φορτώθηκαν τις υποσχέσεις τους κι εξαφανίστηκαν, πέταξαν. Κι αν ήθελαν να βρίσκονται εδώ θα το ‘χαν κάνει, αν τους έλειπες θα ‘ρχόντουσαν και το «μου λείπεις» το δικό τους θα ‘ταν από την άλλη την πλευρά, την ελλειμματική, τη μισή. Θα ‘ταν από κείνη τη μεριά που κοιτώντας την αυτομάτως θα ‘χες έτοιμη να γευτείς τη γλύκα της ικανοποίησης που προκαλεί η παρουσία, το «υπάρχω» και το «μένω», ρήματα που όσο συχνά τα υπόσχονται τόσο δεν τα τηρούν.
Και τελικά, όσο μετράς τα «μου λείπεις» που σου χάρισαν μόνο χαμένος βγαίνεις. Τα «μου λείπεις» που θυμάσαι σπανίως έγιναν παρουσία, μιας και το συναίσθημα του «λείπεις» δε μεταφράζεται με λέξεις. Προσωπικά όταν μου λείπανε, τους έβλεπα, τους αναζητούσα. Προσωπικά, όταν μου λείπανε ,τους έψαχνα. Προσωπικά, όταν μου λείπανε, τους χρειαζόμουν. Προσωπικά, όταν μου λείπανε, τους το ‘λεγα κι έπειτα απλώς ρωτούσα να μάθω πού βρίσκονται. Αυτοί γιατί δε ρώτησαν; Γιατί δεν ήρθανε;
Έτσι, έπαψα να μετράω «μου λείπεις» και άρχισα να αναζητάω παρουσίες. Το μέτρημα λιγόστεψε, τα πράγματα απλούστευσαν. Το χρόνο που χαράμιζα αναζητώντας τους απόντες το γέμισα απασχολούμενη με όσους σήκωσαν περήφανα το χέρι τους φωνάζοντας «παρών». Τους το άπλωσα με τη σειρά μου αποδεχόμενη με χαρά την παρουσία τους, την υπόσχεση που κράτησαν κι ας μην την άκουσα ποτέ να ταξιδεύει από τα χείλη τους χαϊδεύοντας τα αυτιά μου. Ήταν εκεί και απλώς αρκούσε, έφτανε.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή