Πολλοί λένε πως ο σκληρότερος κριτής που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα είναι το σύμπαν. Κάποιοι άλλοι λένε πως είναι ο Θεός. Βέβαια υπάρχουν κι αυτοί που εκλαμβάνουν ως αδυσώπητο κριτή τον ίδιο τους τον εαυτό. Και κατά πάσα πιθανότητα δε θα διαφωνήσουμε με τους τελευταίους, εξάλλου δύσκολα μπορείς να του κρυφτείς όσο κι αν προσπαθήσεις. Αυτή η περιβόητη φωνούλα που έρχεται να σε επιβραβεύσει στις επιτυχίες σου είναι η ίδια φωνούλα που τα βράδια όσο η σιωπή θα γεμίζει το κεφάλι σου, θα έρθει και θα σε κρατάει ξύπνιο υπενθυμίζοντας σου όσα λάθη έκανες.

Για πολλούς αυτό είναι μια μορφή κόλασης και για άλλους είναι η ίδια η κόλαση, μιας και δεν μπορούν να φανταστούν χειρότερο. Αυτό το ατέλειωτο κρυφτό με τη συνείδησή σου ενώ προσπαθείς να φτάσεις πρώτος και να χαλαρώσεις με το που πεις το «φτου ξελευθερία». Εκεί είναι που σταματάει το παιχνίδι κι όλα όσα πάλευες να βρεις βγαίνουν απ’ τις κρυψώνες τους κι αποκαλύπτονται μπροστά στα μάτια σου. Το μεγάλο θέμα είναι αν θα φτάσεις εσύ πρώτος ή κάποιος άλλος και τότε είναι που θα υποχρεωθείς να αφήσεις το λαγούμι σου και να ξεμυτίσεις.

Λάθη, στραβοπατήματα κι αναποδιές ανέκαθεν συνέβαιναν, το ‘χει η μοίρα μας να λοξοδρομούμε και με μια πιο ανοιχτόμυαλη ματιά δεν είναι κάτι κατακριτέο. Τουλάχιστον όταν δεν αφορά εμάς ή κάποιον δικό μας γιατί τότε είναι που με το ύφος του δικαστή είμαστε σε θέση όχι απλώς να κρίνουμε, αλλά και να καταδικάσουμε χωρίς δεύτερες σκέψεις και χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς να χρειαστεί να λογοδοτήσουμε για την απόφασή μας. Στην περίπτωση που βρίσκεσαι στο πόστο του κριτή, έχει καλώς, ειδάλλως, αν στέκεσαι στο εδώλιο του κατηγορουμένου ο Θεός να σε φυλάει.

Και κάπως έτσι είναι που στα ένοχα και πονηρά μυαλουδάκια μας, προκειμένου να αποφύγουμε την έσχατη κρίση, ρίζωσε η σκέψη πως «ό,τι δεν μαθαίνεται, δεν έγινε ποτέ». Ή μήπως όχι; Απάτησες τον σύντροφο σου; Έλα μωρέ, ποιος θα το μάθει. Του είπες ψέματα; Ό,τι δε γνωρίζει δεν μπορεί να τον πληγώσει. Τόσες και τόσες δικαιολογίες έχουμε εφεύρει προκειμένου να βγούμε απ’ την άβολη θέση να παραδεχτούμε την αλήθεια μας. Ωστόσο, ακόμα κι αν ψηφιστεί επίσημος νόμος πως αν δεν το μάθει κανείς, δεν έχεις λόγο να ανησυχείς, το ερώτημα παραμένει. Το έκανες; Και με το παραπάνω!

Τι κι αν δεν το ξέρει, τι κι αν δεν το μάθει ποτέ. Κανένας νόμος και καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να σε υποχρεώσει να μιλήσεις και το ξέρεις. Μπορείς, όμως, να τον/την κοιτάς στα μάτια χωρίς να ντραπείς; Είσαι σε θέση να ακούς τον άνθρωπο σου να εκφράζει τα τόσο έντονα συναισθήματά του για σένα, χωρίς να αισθάνεσαι να πνίγεσαι όταν έρχεται η ώρα σου να ανταποδώσεις; Μπορείς να πεις το ρημάδι το «σ’αγαπώ» δίχως να χτυπάνε καμπανάκια υπενθυμίζοντας σου πως δεν το αξίζεις;

Θα μου πεις, άνθρωπος είσαι και κάνεις λάθη, δε γεννήθηκες για να είσαι αψεγάδιαστος. Κι έχεις δίκιο. Ξεχνάς όμως πως λάθος δεν είναι να σφάλεις, λάθος είναι προσποιηθείς πως δεν έσφαλες ποτέ και να καταφύγεις σε μεθόδους «εξαπάτησης» προκειμένου να πειστείς για την αθωότητά σου. Είναι γεγονός πως περισσότερο προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό παρά οποιονδήποτε άλλο, παλεύεις να νιώσεις καλά μετανιώνοντας κι επαναλαμβάνοντας πως δεν το ήθελες, δεν το εννοούσες πως δεν ήσουν εσύ εκείνη την ώρα.

Απ’ τη μία στιγμή στην άλλη, παρά το γεγονός ότι το ξέρεις εσύ και μόνο, αισθάνεσαι λες και το γνωρίζει ο κόσμος όλος. Και στην τελική ίσως και να το προτιμούσες. Ας το ήξερε να πάει στα κομμάτια, το βάρος που κουβαλάς είναι μεγάλο. Το ενδεχόμενο, όμως, να τον πληγώσεις λέγοντας την αλήθεια σου γυμνή φαντάζει μεγαλύτερο και δεν ξέρεις τι είναι προτιμότερο. Να ρισκάρεις να τον χάσεις αποδεσμεύοντας τη συνείδησή σου ή να προσποιηθείς πως το σφάλμα δεν έγινε ποτέ κι όλα ξεχασμένα, θαμμένα κάπου στα άδυτα του μυαλού σου;

Μπορείς να προσποιηθείς όσο θες, μπορείς να κάνεις πως όλα είναι καλά για όσο αντέχει το σώμα κι η ψυχή σου να παίζουν τον ρόλο του αθώου. Πριν μπεις όμως στη διαδικασία να ψευδομαρτυρήσεις για λογαριασμό σου, σκέψου τα πράγματα απ’ την ανάποδη. Σκέψου ο άνθρωπος σου να σε πούλαγε με το πρώτο λάλημα του κόκορα χωρίς εσύ να το ξέρεις κι ίσως χωρίς να χρειαστεί να το μάθεις ποτέ. Ακόμα κι αν το μέσα του αποζητά μετά μανίας τη λύτρωση κι η μεγαλύτερη ανάγκη του είναι να βροντοφωνάξει μια συγγνώμη, η πράξη έγινε και θα ήθελες να το ξέρεις. Θα ήθελες να γνωρίζεις την αλήθεια κι όχι να κοιμάσαι τον ύπνο του δικαίου.

Το άκρως ειρωνικό κομμάτι έγκειται στο γεγονός πως δε χρειάζεται να γνωρίζουν πολλοί το στραβοπάτημά σου. Εσύ και μόνο αρκείς για να καταλάβεις πως δεν είναι λίγο πράγμα να έχεις αντιμέτωπο τον ίδιο σου τον εαυτό. Ίσως είναι δυσκολότερο κι από το να ‘χες ένα λόχο απέναντι σου έτοιμο να σε κατακρίνει.

Ίσως το «ό,τι έγινε, έγινε» δεν ειπώθηκε αποκλειστικά για να αποποιηθούμε των ευθυνών μας, αλλά και για να τις συνειδητοποιήσουμε, να τις δούμε και κατόπιν να τις φορτωθούμε. Η πράξη έγινε και πλέον είναι χαραγμένη στην αιωνιότητα ό,τι και να κάνουμε, ό,τι και να πούμε, όσο και να παρακαλέσουμε να γυρνούσε ο χρόνος πίσω. Μην ψάχνεις το κουμπί backspace, δεν είναι εκεί για να σε σώσει.

 

Συντάκτης: Αλίκη Αμπατζή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη