Πριν από μερικά χρόνια -όχι πολλά, μη φανταστείς- όταν κάθε ένας από εμάς ονειρευόταν και χάραζε επάνω στα παιδικά κι αθώα του βήματα τα σχέδια για το μέλλον, η φράση που αποτέλεσε το πλέον σήμα κατατεθέν ήταν το «πέρνα στο πανεπιστήμιο να στρώσεις». Αυτό το πανεπιστήμιο και το στρώσιμο έγινε ο χάρτης πάνω στον οποίο χτίσαμε και ξαναχτίσαμε και ξαναματαχτίσαμε προσδοκίες κι απέραντους, μορφωτικούς προορισμούς. Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν.
Και να σου, που και στο πανεπιστήμιο περάσαμε -φτου μας μη μας βασκάνουμε- και προκοπή θα δούμε και θα στρώσουμε για εκείνο το γαμώτο της μάνας που μάλλιασε η γλώσσα της να το λέει. Πήραμε τα βιβλία μας, αρχίσαμε το εξάμηνο, μπήκαμε για τα καλά στο κλίμα της φοιτητικής ζωής, γνωρίσαμε και κάνα-δυο κατατρεγμένους μην και αποκλίνουμε απ’ τα καθιερωμένα μας και βάλαμε πλώρη για τ’ άγνωστο με βάρκα την ελπίδα.
Μεταφερόμαστε στο σήμερα. Μετράμε μέσα Ιουλίου, στο ράδιο παίζει ένα mix κάτι μεταξύ «κρουαζιέρα θα σε πάω, Μύκονο και Σαντορίνη» και «μες στης Μυκόνου τα στενά μοιράζεις χάδια και φιλιά», όσο έχω απλώσει το κάτι λιγότερο από δίμετρο κορμί μου και σιγοπίνω με λάγνο ύφος τον, σαφώς, μέτριο, φρέντο εσπρέσο μου. Το κλίμα δεν επιδέχεται και πολλές-πολλές συζητήσεις, ας όψεται η ζέστη που δε λέει να σταυρώσει αράδα μ’ ένα κάπως δροσερότερο αεράκι.
Μόνο κάτι λειψές κουβέντες στο κινητό με φίλους, οι οποίοι δείχνουν να περνούν μία, ανάλογη φάση. Όλα φαντάζουν εξαιρετικά ουτοπικά, σχεδόν δεν το πιστεύω. Κι εκεί που όλα βαίνουν καλώς, εκεί που πήγα να πιστέψω πως καλύτερα δε γίνεται ήχησε απ’ το μέσα δωμάτιο -χωριζόμενο από αρκετά ντουβάρια κι αρκετά άλλα δωμάτια- η φωνή της μάνας, που μιλούσε στο τηλέφωνο κι ανάθεμα πώς απ’ την αύξηση των τιμών στα κολοκυθάκια κατέληξε στο ότι χρωστάω δεκατρία μαθήματα, δύο εργασίες άντε και κάνα μνημόνιο.
Ο φρέντο εσπρέσο ήρθε κι έκατσε λίγο πιο πάνω απ’ το δεξί πνευμόνι, το οποίο κόντεψα να βγάλω απ’ το βήξε-βήξε μέχρι να θυμηθώ πώς αναπνέουν. Σιγά ρε μάνα, δεν τα πετάμε έτσι αυτά, λίγη ανθρωπιά στο συνάνθρωπο κι ας είναι από υποχρέωση, τι διάολο; Έχουμε και το Σεπτέμβρη. Ναι, τέτοια λέω και μετά στεναχωριέμαι που δε με κάνουν παρέα.
Γενικότερα, δεν ξέρω τι εστί Σεπτέμβρης για τους περισσότερους, αν απ’ το νου τους περνάνε πορτοκαλοκόκκινα φύλλα, δροσερός αέρας, μελαγχολικές μέρες κι εκείνο το σπαστικό ψιλόβροχο, αλλά για το μέσο φοιτητή, τον τίμιο, τον καραμπουζουκλή είναι από εκείνες τις λέξεις που δεν κάνει να τις λες δυνατά, γιατί λογικά θα έρθει κάποιο πνεύμα και θα εγκατασταθεί στο σπίτι σου. Όχι επειδή είναι μέσα Ιούλη κι έχει πενήντα πέντε βαθμούς, αλλά επειδή όλοι θυμούνται τι έλεγες πριν από κάνα τριβδόμαδο. Όλοι όμως.
Φράσεις του στιλ «Θα προετοιμαστώ για το Σεπτέμβρη», «Θα αφήσω μέρες από τον Αύγουστο» και «εγώ θα το περάσω με βαθμό» τη δεδομένη, χρονική στιγμή ακούγονται κάτι παραπάνω από αστείες, κυρίως δε απ’ το στόμα το δικό σου, που ο καφετζής απέναντι θα εγκαινιάσει δική σου πτέρυγα με τη μπάντα του δήμου σε μουσική συνοδεία. Ποιον κοροϊδεύεις;
Ναι, ξέρω πως τα όνειρα είναι για τους σπουδαίους και η ελπίδα για τους αισιόδοξους και το τέσσερα όμως, είναι για τους αδιάβαστους. Είναι κάτι σαν την εξεταστική των Χριστουγέννων, εκείνο τον «κατόπιν εορτής» πικρό καταποντισμό, που ήρθε να κάτσει πιο βαριά κι απ’ τα μελομακάρονα. Και μετά με ρωτάνε το λόγο που θεωρώ πως τις περιόδους της εξεταστικής τις έχουν ορίσει υπεράνθρωπα πλάσματα, που χαίρονται με την πίκρα του κοσμάκη, όσο χαϊδεύουν λευκές γάτες σε σκοτεινά υπόγεια. Μετά τα Χριστούγεννα, πριν το καλοκαίρι, μετά το καλοκαίρι. Πλάκα κάνεις. Το πράγμα μιλάει από μόνο του, είναι φως φανάρι.
Ποιος Σεπτέμβρης και ποια εξεταστική; Ποια πόλη, ποια χώρα, ποια θάλασσα σε ταξιδεύει τώρα, ρωτάμε και ξεχνάμε και τα δεκατρία μαθήματα και τις δυο εργασίες και τ’ όνομά μας ξεχνάμε. Βγάζουμε που βγάζουμε τη μπέμπελη, τουλάχιστον ας τη βγάλουμε με άποψη, με στιλ, με attitude λουόμενοι σε θάλασσες κι ακτές. Έτσι κι αλλιώς, θα ‘ταν βαρύ να διαβάζω «Ιστορία της Νεοελληνικής Γραμματείας» εκεί που σκάει το κύμα.
Είπαμε, το ‘χουμε το κουλτουριάρικο, αλλά δε θα μας πάρουν με τις πέτρες, επειδή είπαμε και δυο κουβέντες παραπάνω πριν από κάνα μήνα. Νερό κι αλάτι.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου