Τα βράδια τα καλά, εκείνα τα άκρως περιπετειώδη, εκείνα που τέλος πάντων έχουμε να τα θυμόμαστε και να τα επαναφέρουμε κάτι ώρες που άχτι έχουμε να πεθάνουμε απ’ τα γέλια, είναι εκείνα που ξεκίνησαν με το «εγώ δε θα πιω σήμερα, ίσα-ίσα ένα ποτάκι». Τώρα, πόσοι και πόσες το ‘παν και το ‘καναν, χαρά στην υπομονή σας, παιδιά, πείτε και σε μας το μυστικό μπας και γυρίσουμε καμιά μέρα νηφάλιοι και με περισσότερα ευρώ στην τσέπη -ακρίβυνε και το αλκοόλ. Τα ποτήρια μας ψηλά κι άντε στην υγεία μας.
Γενικότερα, δεν μπορώ να πω, έχω αρκετούς φίλους που σπανίως θα περιοριστούν σε μια αμελητέα ποσότητα αλκοόλ να συνοδεύει τις νυχτερινές τους εξορμήσεις. Είτε μιλάμε για μια πιο επίσημη και περιποιημένη έξοδο σε κάποιο μπαρ, είτε για μια χαλαρότερη σε κάποιο κρασάδικο με το μπουζούκι στο background και τον Τσιτσάνη να τους δίνει εκείνο τον μπλαζέ τόνο, θα χτυπάνε τη μια κούπα μετά την άλλη μέχρι να φτάσουν να λένε «ποιας χρονιάς είπαμε πως είναι αυτό;» όσο κατεβάζουν μεταλλικό νερό. Θα σπάσω κούπες για τα λόγια που πες, ένα πράγμα.
Νόμιζα πως είχα μάθει από πρώτο χέρι τι εστί να έρχεσαι σε αμήχανη θέση εξαιτίας εκείνου του μπεκρή που τον κουβάλησα μέχρι το σπίτι του επειδή θα ήταν ολίγον τι περίεργο να τον παρατήσω πάνω στο τραπέζι φίλο πράγμα. Και πάνω που λες πως τα ξέρεις όλα, σκάει κι εκείνος ο φίλος που με το αλκοόλ δεν έχουν και τις καλύτερες σχέσεις, κοντολογίς, ούτε καλημέρα δε λένε.
Έρχεται λοιπόν, εκείνη η αμήχανη στιγμή που η παραγγελία στον σερβιτόρο του μαγαζιού έχει ως εξής: Μια βότκα με πάγο, ένα τζιν τόνικ, ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, από ουίσκια, φιλαράκι, κάνε μια σούμα και φέρ’ το και μία λεμονάδα. Μία τι; Ακούσαμε καλά; Είπε «λεμονάδα»; Ναι, λεμονάδα με τι; Τι θες να πεις σκέτη; Θα τα τσούξουμε και σήμερα.
Αυτό το «και μία λεμονάδα» στο τέλος της παραγγελίας ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι κι έκανε τους παρευρισκόμενους της παρέας, τον σερβιτόρο, τα γύρω τραπέζια, τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού και τον τύπο που περνούσε απ’ έξω να γυρίσουν τα κεφάλια τους ενενήντα μοίρες και να κοιτάξουν με ένα κράμα απελπισίας κι απορίας στο βλέμμα τους το πρόσωπο που το ξεστόμισε. Πέρασε ένα πεντάλεπτο μέχρι να λάβουμε όλοι μας το μήνυμα πως, ναι, ρε φίλε, μία λεμονάδα θέλει το παιδί και να ξαναγυρίσουμε όλοι πίσω στις ζωές μας. Με ρέγουλα μόνο, μη μας πάθεις και τίποτα απ’ το πολύ ποτό και σε μαζεύουμε.
Βασικά, τώρα που το ξανασκέφτομαι, τι λεμονάδα, ρε φίλε, εγώ η μόνη φορά που παρήγγειλα λεμονάδα σε μαγαζί ήταν όταν έπαιρνα πεντακοσάρα αντιβίωση κι έχε χάρη που ο γιατρός δε σήκωνε και πολλά-πολλά. Κατέβασα το κεφάλι μου, δέχτηκα τα πικρόχολα σχόλια της παρέας και τα καυστικά τους βλέμματα όσο τσούγκριζαν τα ποτήρια τους και προσποιούμουν όλο το βράδυ πως έκανα κεφάλι απ’ το βαρύ ανθρακικό που δεν είναι να παίζεις με τέτοια.
Η επόμενη έξοδος, που υπερήφανα πλέον η αντιβίωση αποτελούσε παρελθόν, το πικρό μου ιστορικό ήρθε και με βρήκε κι η παρέα ρώτησε αν θα τα τσούξουμε και σήμερα και μου παρήγγειλαν, χάριν αστεϊσμού, μια σόδα με λεμόνι. Αν το μαγαζί σέρβιρε και χλιαρό γάλα με βουτήματα στο πλάι, το πιθανότερο είναι πως θα μου το έπαιρναν. Φίλοι σου λέει μετά.
Βέβαια, μετά από αυτό τον καταιγισμό ειρωνικών σχολίων, έμαθα να σέβομαι τον απέναντι που θα προτιμήσει να πάρει ένα αναψυκτικό για να περάσει το βράδυ του αντί για μια μπίρα, ένα κρασί, ένα ποτό. Καλά, μπορεί να γελάσω λίγο. Εντάξει, θα γελάσω πολύ. Αλλά τι να κάνουμε, όσο θάρρος χρειάζεται για να παραγγείλεις αναψυκτικό τη στιγμή που οι υπόλοιποι έχουν προπληρώσει το πρώτο μπουκάλι βότκας, άλλο τόσο θάρρος χρειάζεται για να μην αστειευτείς έστω και λίγο μαζί του.
Ο μόνος λόγος που με λυπεί είναι που θα είναι ο μόνος που θα είναι σε θέση να θυμάται με κάθε λεπτομέρεια τα χθεσινοβραδινά μας καραγκιοζιλίκια το επόμενο πρωί, θέσει νηφάλιος. Για να είμαστε ακριβείς, ίσως είναι παρακινδυνευμένη η κατάσταση. Ένας Θεός ξέρει τι έχει να σούρει για την αρχοντιά μας κι άπαξ και το κάνει, μαντέψτε ποιος θα είναι αυτός που θα προτιμήσει λεμονάδα την επόμενη φορά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη