Ελλάδα, χώρα του φωτός, της φιλοξενίας και του φραπέ. Η χώρα που σαρώνει σε διασκέδαση και μπιτσόμπαρα ίσα που να ακουμπούν στην ακροθαλασσιά και κάνοντας να σηκωθείς απ’ την ξαπλώστρα να χρειάζεσαι μαθήματα συγχρονισμένης κολύμβησης, γιατί ή το στήνεις το ρημάδι ή όχι. Η χώρα που εκτός απ’ τις λέξεις «φιλότιμο», «μεράκι», «μουσακάς» και «σουβλάκι» περιγράφεται και με μία ακόμα: τάβλι.
Το τάβλι έσπειρε για πρώτη φορά τον σπόρο του χιλιάδες χρόνια πριν, κάπου στη Μεσοποταμία, πέρασε απ’ την Αίγυπτο και με τα πολλά, κατέληξε να ενσαρκώνει κάτι περισσότερο από κοσμοθεωρία εν έτει 2017. Στην Ελλάδα τουλάχιστον, προτιμότερο είναι να ξέρεις να χειρίζεσαι άψογα τα ζάρια παρά να έχεις δίπλωμα οδήγησης, να μιλάς τέσσερις γλώσσες και να συναγωνίζεσαι σε δεξιοτεχνία τον Καλατράβα. Αν δεν έχεις το attitude του μόρτη και δε φυσάς το ζάρι πριν το αμολήσεις, έχεις πολλά ψωμιά να φας ακόμα ή όπως λέει κι ο πατέρας μου «θα σέβεσαι το άθλημα».
Πριν ακόμα, λοιπόν, μπει στο πρόγραμμα το πιάνο και τα γαλλικά, όφειλαν πρωτίστως, σαν πατέρας και θείος που σέβονται τον εαυτό τους και την τιμή του οίκου τους να μεταλαμπαδεύσουν τις γνώσεις και την εμπειρία που τους δίδαξαν τα άτιμα τα ζάρια στο πέρας της ζωής τους. «Τάβλι να μάθει το παιδί, Μαρία, άσε το πιάνο τώρα, τι θες να πεις χάσιμο χρόνου, άσε ρε Μαρία τώρα με τα φλώρικα, πρώτα το παιδί θα μάθει τάβλι κι έπειτα θα περπατήσει, το τζογλάνι του απέναντι διπλό του το πήρε χθες» κι άλλα πολλά ειπώθηκαν μέχρι να μπει σε προτεραιότητα η συστηματική εκμάθηση του αθλήματος που ξεκινούσε με τον τρόπο ρίψης των ζαριών και δικαιωματικά πήρε τον περισσότερο χρόνο «Μην το πετάς σαν πατσαβούρι, καλέ, το ζάρι θέλει περιποίηση, θέλει αγάπη, ρεζίλι θα με κάνεις στη γειτονιά, δεν είσαι εσύ δικό μου παιδί».
Μετά πολλών κόπων και βασάνων, κατάφεραν οι δόλιοι να μας μάθουν πέντε πράγματα, ισχυριζόμενοι πως το τάβλι είναι σαν το ποδήλατο, δεν το ξεχνάς ποτέ, κι αν το ξεχάσεις είσαι κάτι παραπάνω από ιερόσυλος και ντροπή της οικογένειας. Πόρτες, πλακωτό και φεύγα θα τα παίζεις στα δάχτυλα του χεριού σου, κι αυτό μεταφορικά γιατί άπαξ και σε δούνε να μετράς μέχρι να τοποθετήσεις το πούλι στη σωστή του θέση, ψάξε καλύτερα τρύπα να κρυφτείς, παράτα το το άθλημα και σύρε μάθε κάτι άλλο γιατί από τάβλι δε σκαμπάζεις. Δε φάγανε αυτοί τα καλύτερά τους χρόνια για να ‘ρθεις να τους πεις πως δεν ξέρεις να μετράς, άκου εκεί.
Κατόπιν, αφού ξεπεράσαμε το στάδιο της φιλοσοφίας του ζαριού και του μετρήματος, πήγαμε στον αέρα και στο ύφος που διαχωρίζει τον ερασιτέχνη απ’ τον παίκτη τον καλό, το μόρτη και το λεβεντόπαιδο. Θα το βαράς το πούλι, να κάνει θόρυβο, αντρίκια και με τσαμπουκά. Να ηχήσει η χάρη του ίσα με το απέναντι μπαλκόνι, να χαρεί τ’ αυτί σου τάβλι με τα όλα του. Το πούλι δε θέλει ευγένειες και χάδια, χτύπα το το ρημάδι, τι το λυπάσαι, μην παρεξηγηθεί; Λεβέντικα είπαμε, τι σόι σπιτικό θα ανοίξεις αύριο-μεθαύριο; Αν δεν σου κάνουν παρατήρηση από το μαγαζί πως ενοχλείς και σε παρακαλέσουν να μετριάσεις ολίγον τι τη φασαρία, κάτι δεν κάνεις σωστά ή πρέπει να αλλάξεις στέκι επειγόντως. Κι αν σε ρωτήσουν το λόγο, δε χρειάζονται πολλά-πολλά: «Τους ενοχλούσε που χτύπαγα τα πούλια». «Σαν δεν ντρέπονται, έχουνε και μαγαζί».
Παρά το χιουμοριστικό της όλης ιστορίας με το παιχνίδι που παλαιότερα θα καθόριζε αν ανήκω στην οικογένεια ή όχι, με έχω πιάσει αρκετές φορές να απορώ με τη μοίρα του κοσμάκη κάθε φορά που πρότεινα να παίξουμε καμιά παρτίδα κι μου ‘ρχόταν στο δόξα πατρί η απάντηση «Δεν ξέρω τάβλι». Τι εννοείς δεν ξέρεις τάβλι; Τι λες ρε φίλε, εδώ σε λίγο θα το βάλουμε στο βιογραφικό μας. Προφανώς κι αστειεύεσαι, έλα άσε τα πικρόχολα αστειάκια, δεν παίζουνε με αυτά τα πράγματα, δεν παίζουνε με τα ιερά και τα όσια. Κι ο άλλος επέμενε πως όντως δεν ξέρει κι έλα, πατέρα, να δεις κάτι τύποι που κυκλοφορούν, «Έλα μπαμπά, άκου ένα καλό». Θα τρίζανε τα κόκαλα του θείου μου που πέρασε τη μισή του ζωή να σιγοτραγουδά το «μη βροντοχτυπάς τα ζάρια, όσοι είναι παλικάρια» και πάει το άσμα λέγοντας. Και κάπως έτσι συνειδητοποίησα πως το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να κάνει κανείς στο πέρας της ζωής του γενικότερα, δεν είναι ούτε να αγαπήσει λάθος άνθρωπο, ούτε να χάσει την περιουσία του καζίνο. Είναι να επιχειρήσει να μάθει σε κάποιον άλλο τάβλι.
Αν δεν έχεις αποπειραθεί να διαπράξεις έγκλημα όσο σε ρωτάνε για χιλιοστή φορά ποια η διαφορά του πλακωτού απ’ τις πόρτες, δεν ξέρεις τι εστί να χάνεις την ψυχραιμία σου. Να πάνε κάτω τα φαρμάκια κι άιντε κι εις ανώτερα. Να μη μιλήσουμε για το μισάωρο μέτρημα με τα δάχτυλα μέχρι να καταλήξουν πως, ναι, όντως εκεί πάει το πούλι, λες κι επιχείρησαν να τετραγωνίσουν τον κύκλο και σε κοιτάξουν με το βλέμμα της απέραντης ικανοποίησης όσο το δικό σου κοντεύει να αλληθωρίσει. Κάτι τέτοιες ώρες δικαιώνεις τον δόλιο τον πατέρα σου που πέρασε ώρες αμέτρητες μέχρι να σε δει να παίζεις τάβλι με τον κλασικό, παραδοσιακό τρόπο χωρίς να βγάζεις μολύβι και χαρτί. Χαρά στο κουράγιο του.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη