Στον τόπο όπου γεννήθηκε η δημοκρατία, εικοσιπέντε σχεδόν αιώνες αργότερα, μείναμε να αναρωτιόμαστε γιατί, αν και είναι το ιδανικότερο και το πολυπληθέστερο πλέον πολίτευμα, δε λειτουργεί τελικά. Φυσικά, η αθηναϊκή δημοκρατία δεν έχει καμία σχέση με την κοινοβουλευτική δημοκρατία του σήμερα, πάρα ταύτα δεν υπάρχει κανένα άλλοθι απέναντι στην κατακρεούργηση και στην ποικιλότροπη διαστρέβλωση της έννοιάς της που υπόκειται πλέον. Η δημοκρατία, με τη μορφή που έχει στην Ελλάδα, χρειάζεται μεταρρύθμιση, όμως για να οδηγηθούμε σε αυτή, θα πρέπει πρώτα να βρούμε το θάρρος να κοιτάξουμε κατάματα τα ελαττώματά της.

Η λέξη δημοκρατία προέρχεται από τις λέξεις δήμος (λαός) και κράτος. Το σύνταγμα μας στο πρώτο του άρθρο ορίζει τη μορφή του πολιτεύματός μας, θέτει ως καθολική αξία τη λαϊκή κυριαρχία και καθορίζει ότι οι εξουσίες πηγάζουν απ’ τον λαό και δρουν υπέρ αυτού και του έθνους, ενώ ασκούνται σύμφωνα με το σύνταγμα. Στην πρακτική καθημερινότητα όμως, τίποτα απ’ τα παραπάνω δεν ισχύει.

Ας ξεκινήσουμε με τον τρόπο που εκλέγουμε τους αντιπροσώπους μας. Στην Ελλάδα, αντίθετα με τις περισσότερες χώρες που διατηρούν δημοκρατία, δεν υπάρχει στο σύνταγμα καθορισμός για το εκλογικό σύστημα που θα ακολουθείται στις εκλογές για την ανάδειξη των εδρών στη βουλή. Έτσι, η κάθε κυβέρνηση που κηρύσσει εκλογές εκδίδει κάθε φορά σχετικό νομοθέτημα για το αν θα χρησιμοποιηθεί ενισχυμένη αναλογική, απλή, πλειοψηφικό σύστημα ή μικτό. Καταλήγοντας τελικά συνήθως να κάνει ότι θεωρεί πως τη συμφέρει περισσότερο για να αποκτήσει κάποιες έδρες παραπάνω.

Η χώρα μας ανήκει στα κράτη που κατά βάση ανέκαθεν κυριαρχούσαν δύο κόμματα. Ακόμα και τα τελευταία χρόνια που βλέπουμε να καταφέρνουν να μπαίνουν στη βουλή και μικρότερα κόμματα, τα ποσοστά τους είναι τόσο μικρά, που πέρα απ΄ τη μελλοντική τους ελπίδα να αυξήσουν τους υποστηρικτές τους, δεν κατορθώνουν να έχουν κάποια ουσιαστική επιρροή μέχρι τότε. Τα δύο λοιπόν αυτά κόμματα που βρίσκονται στην επιφάνεια, έχουν κατά βάση μόνο να αναμετρηθούν μεταξύ τους κι έτσι όλη τους η φαιά ουσία καταναλώνεται όχι στο έργο τους, αλλά μονάχα στην υποβάθμιση και στα κακώς κείμενα του αντιπάλου. Οι βουλευτές φανατίζονται με τη χρωματική τους ταυτότητα και ξεχνάνε πως η θέση τους δεν περιορίζεται στην αντιπροσώπευση μονάχα των δικών τους ψηφοφόρων, αλλά όλου του λαού ως σύνολο.

Οι ψηφοφόροι από την άλλη, είτε λόγω άγνοιας και αμάθειας προς τα πολιτικά δρώμενα και τα μικρότερα κόμματα, είτε λόγω φόβου πως η ψήφος τους δε θα έχει αντίκτυπο (Duverger ’s law), καταλήγουν πάλι να ψηφίζουν ανάμεσα στα επικρατέστερα δύο κόμματα, ακόμα κι αν δεν είναι ικανοποιημένοι απ’ αυτά. Την ίδια στιγμή, ένα μεγάλο ποσοστό κυρίως μεγαλύτερης ηλικιακής ομάδας, συνεχίζει να ακολουθεί τυφλά το κόμμα τους, ανεξάρτητα των συνθηκών, όπως θα έκαναν με την αγαπημένη τους ποδοσφαιρική ομάδα.

Από το 2009 και μετά μάλιστα, παρατηρείται πως ένα πολύ μεγάλο μέρος των πολιτών δεν οδηγείται καν στις κάλπες, προσωπικά δεν πιστεύω ότι συμβαίνει λόγω αδιαφορίας αλλά εξαιτίας της συνολικής απογοήτευσης, με αποτέλεσμα η αποχή τους εν τέλει να παίζει καθοριστικό ρόλο στο αποτέλεσμα. Ακραίο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν όταν στις εκλογές προ μίας δεκαετίας το 55% δεν ψήφισε, ενώ οι εκλογές του 2023 δεν απείχαν και παρασάγγας, με το ποσοστό αποχής να είναι στο 47%. Πολλές φορές επίσης, λόγω της απελπισίας τους από τα συνεχώς μεταβαλλόμενα πολιτικά δρώμενα, βλέπουμε τους ψηφοφόρους να κάνουν στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών σε ταχύτατα χρονικά διαστήματα, αγνοώντας τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις (short term thinking), καταλήγοντας μάλλον αντί να ψηφίζουν υπέρ ενός κόμματος, να ψηφίζουν κατά ενός άλλου.

Ας επιστρέψουμε όμως για λίγο στην αρχαία Ελλάδα για να καταλάβουμε κάποιες απ’ τις βασικές αρχές της δημοκρατίας που έχουν παρεκκλίνει της πορείας τους στη σημερινή εκδοχή αυτής.

Το κράτος πρόνοιας τότε θεωρούταν βασικό στοιχείο μιας επιτυχημένης πολιτικής ηγεσίας. Η πλειοψηφία των πολιτών ήταν στο όριο της φτώχειας, κι όμως με σκοπό τη συνοχή του κράτους, τους προσφερόταν συστηματική επαρκής ενίσχυση, σίτιση, απαλλαγή φόρων, ακόμα και ελεύθερη είσοδος σε δρώμενα με σκοπό την ψυχαγωγία τους. Στην Ελλάδα του σήμερα, η πλειονότητα δυστυχώς παραμένει φτωχή, αυτό δεν έχει αλλάξει. Όμως το κράτος πετσοκόβει ακόμα περισσότερο τις συντάξεις, βγάζει ικανούς για εργασία ανθρώπους με εβδομήντα τοις εκατό αναπηρία, προσφέρει φιλανθρωπικά προεκλογικά voucher της μίας φοράς και γίνονται εξώσεις σε οικογένειες με ΑμεΑ. Αυτό που έχει αλλάξει είναι το πως μετατραπήκαμε σε ατομικιστές. Ξεχάσαμε την κοινωνική μας αναγκαιότητα για προσωπική ανάπτυξη και ξαφνικά δε μας ενδιαφέρει ο διπλανός μας. Ο Δημόκριτος έλεγε “καλόν εν παντί το ίσον”. Οι εύποροι στην αρχαιότητα μοίραζαν κομμάτι της περιουσίας τους για να επέλθει κοινωνική ισότητα (ή τελοσπάντων μικρότερη διαφορά). Το οξύμωρο της πραγματικότητας που βιώνουμε, είναι ότι μας πείσανε πως ανταγωνιζόμαστε τον διπλανό μας, ενώ η πλειοψηφία έχει ακριβώς το ίδιο κακό βιωτικό επίπεδο, κι έτσι η οικονομική ελίτ συνεχίζει να αναπτύσσεται σταθερά.

Συνακολούθως, αυτή η οικονομική ανισότητα, αντί για κοινωνική και αξιοκρατική ελευθερία, τελικά καταλήγει σε πολιτικό μονοπώλιο, εφόσον απλοϊκά όποιος έχει τα περισσότερα χρήματα τόσο πιο εύκολα αγοράζει τους δημοσιογράφους και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, με σκοπό τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης.

Έπειτα, οι περισσότεροι βουλευτές προέρχονται είτε αποκλειστικά από συγκεκριμένες οικογένειες που πολιτεύονται εδώ και χρόνια πηγαίνοντας πίσω γενεές, είτε από την προαναφερθείσα ελίτ. Έτσι δεν έχουν καμία επαφή, και ούτε θα έχουν, με την πλειοψηφία του κόσμου, καθώς τα προβλήματα τα οποία καλούνται να λύσουν, δεν τους έχουν απασχολήσει ποτέ. Αντίστοιχα, στις υπουργικές καρέκλες βλέπουμε να κάθονται οι καλύτεροι pr-ιλίστες, ανεξάρτητα της μορφωτικής και επαγγελματικής τους ταυτότητας σε σχέση με το υπουργείο το οποίο αναλαμβάνουν.

Ένα ακόμα σημαντικό ελάττωμα της σημερινής δημοκρατίας, αν όχι το πιο σημαντικό, είναι ότι δεν υπάρχει κράτος δικαίου. Οι εξουσίες δεν είναι αυτόνομες, αλλά ξεκάθαρο παρακλάδι της εκάστοτε κυβέρνησης, με μοναδικό σκοπό την εκπλήρωση των κομματικών τους συμφερόντων και την παραμονή τους στην εξουσία. Δεν μπορούμε να μιλάμε για ορθή και ανεξάρτητη νομοθετική εξουσία, όταν στην πραγματικότητα κανένας βουλευτής δεν μπορεί να εναντιωθεί στο ίδιο του το κόμμα, καθώς απειλείται με διαγραφή στο επόμενο ψηφοδέλτιο. Άρα στη βουλή, κουμάντο κάνουν οι ανώτεροι του κάθε κόμματος, κι στο μεγαλύτερο βαθμό η κυβέρνηση που έχει και τους περισσότερους βουλευτές, ανεξαρτήτως των πόσων κομμάτων βρίσκονται μέσα. Ο κόσμος δεν συμμετέχει σε καμία περαιτέρω απόφαση, αβάσιμα και ξεδιάντροπα υποστηρίζεται πως η μοναδική ψήφος του ισοδυναμεί με απόλυτη ταύτιση σε όλα τα επίπεδα και όλες τις μελλοντικές κλήσεις. Φυσικά, ούτε η δικαστική εξουσία φαίνεται να είναι αδέκαστη, καθώς ουκ ολίγα πολιτικά σκάνδαλα κατάφεραν ανά τα χρόνια να αποσιωπηθούν.

Εν ολίγοις, η δημοκρατία που φτιάξαμε, δυστυχώς, τείνει να μοιάζει περισσότερο με ολιγαρχία.

Το ερώτημα δεν τίθεται στον αν πρέπει να αλλάξουμε πολίτευμα, αλλά το πως θα καταφέρουμε να διαχωρίσουμε την πολιτική σκηνή από το καρκίνωμα της διαφθοράς.

Συντάκτης: Νεφέλη Ζέλιου
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη