Με αφορμή τη διαφωνία της Αντελίνας Βαρθακούρη με τη Σίσσυ Χρηστίδου σε σχέση με τις δηλώσεις της δεύτερης αναφορικά με τα όσα είπε ο σύζυγος της πρώτης (μεγάλο το κουβάρι δηλαδή), δημιουργήθηκε στα σόσιαλ μίντια ένας ανοιχτός διάλογος για τον αν πρέπει ή δεν πρέπει οι γυναίκες πλέον να έχουν ως μονοδιάστατο ρόλο τον ρόλο της νοικοκυράς, αν μπορούν δηλαδή να λένε υπερήφανα στις φίλες και τον κοινωνικό τους κύκλο ότι κάθονται σπίτι και δεν εργάζονται, χωρίς αυτό να τις μετατρέπει αυτόματα σε στιγματισμένες.

Το 1952 ξεκινήσαμε οι γυναίκες να ψηφίζουμε στην Ελλάδα, αρχίσαμε να εργαζόμαστε ανοιχτά, και χρειάστηκαν άλλα σαράντα χρόνια για να μιλήσουμε για εργασιακή ισότητα, με το τελευταίο να μην έχει κατακτηθεί ακόμα στις υψηλόβαθμες θέσεις. Ο φεμινισμός δεν είναι περασμένη μόδα. Οι γυναικοκτονίες, η σεξουαλικοποίηση της γυναικείας φύσης, οι πολυάριθμες παρενοχλήσεις εντός του χώρου εργασίας και εκτός, η ανυπαρξία ορθού ποινικού πλαισίου περί βιaσμού, η διόλου τυχαία ερώτηση στις συνεντεύξεις εργασίας για τον αν είσαι παντρεμένη, αν έχεις παιδιά ή πότε σκοπεύεις να κάνεις κ.ά., αναδεικνύουν την επικαιρότητά του όσο ποτέ. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως αυτό για το οποίο παλεύουμε, είναι η ισότητα. Ισότητα στην αυτενέργεια, τη σeξουαλικότητα, την κοινωνική μας υπόσταση και εικόνα, την εργασία και πάνω απ’ όλα την ελευθερία.

Υπάρχουν αρκετές έρευνες εκεί έξω, με την πιο πρόσφατη*, να δείχνει ότι οι γυναίκες που έχουν πολλαπλούς ρόλους, όπως το να είναι εργαζόμενες και ταυτόχρονα να μεγαλώνουν παιδιά, αντιμετωπίζουν περισσότερα καθημερινά προβλήματα, αλλά απ’ την άλλη έχουν αισθητά χαμηλότερα ποσοστά κατάθλιψης σε σχέση με αυτές που είτε είχαν έναν ή λιγότερους κοινωνικούς ρόλους. Σίγουρα, όμως, θα υπάρχουν και γυναίκες που σιχαίνονται τη δουλειά τους και θα ήθελαν να μείνουν στο σπίτι φροντίζοντάς το, θα υπάρχουν γυναίκες που θα ήθελαν η μητρική άδεια να κρατάει παραπάνω και άλλες που ανυπομονούν να επιστρέψουν μετά τη γέννα, υπάρχουν γυναίκες που λατρεύουν να τρέχουν όλη μέρα συνδυάζοντας υποχρεώσεις γιατί τους δίνει ζωντάνια, υπάρχουν αυτές που χαίρονται με τον ρόλο της νοικοκυράς, αλλά κι αυτές που αν και θα ‘θελαν να μην εργάζονται και να περνάνε περισσότερο χρόνο με την οικογένειά τους, δεν έχουν το προνόμιο λόγω οικονομικών συνθηκών. Αν πάρουμε σαν δεδομένο λοιπόν, ότι δεν υπάρχει κάποιος εξαναγκασμός από κάποιον τρίτο, αποδεχτούμε τη διαφορετικότητα και τη μοναδικότητα του κάθε ατόμου, και πάψουμε να μιλάμε και να σκεφτόμαστε απόλυτα σύμφωνα με τα δικά μας δεδομένα και προσλαμβάνουσες, τότε η επιλογή καταλήγει να είναι καθαρά προσωπική υπόθεση.

Όταν αναλύσουμε πιο προσεκτικά την κοινωνία και δε μείνουμε μόνο στην επιφάνεια των πραγμάτων, τότε θα μπορέσουμε να δούμε, πως η πατριαρχία δεν κρύβεται πλέον στην απόφαση μιας γυναίκας να είναι εξολοκλήρου νοικοκυρά, αλλά στην κατακραυγή αυτής. Αν και κάναμε βήματα, η αλήθεια είναι, πως δεν καταφέραμε ποτέ να ξεριζώσουμε την οικογένεια, τα παιδιά και τα οικιακά από πάνω μας. Η ατάκα «πήγαινε να πλύνεις κάνα πιάτο», περικλείει την καθημερινή μας αντιμετώπιση. Το φυσιολογικό, ο αυτοσκοπός μας, είναι να κάνουμε παιδιά και να πλένουμε πιάτα. Συνειρμικά, το να μένει μία γυναίκα σπίτι για να το φροντίζει, είναι έτσι κι αλλιώς κάτι για το οποίο γεννήθηκε, είναι η επέκταση της φυσικής εξέλιξής της, και άρα το να κάνει μόνο αυτό την κάνει τεμπέλα χωρίς βλέψεις.

Στην Ελλάδα, επίσης, ανέκαθεν αγαπούσαμε το κοινωνικό και οικονομικό status. Δε σπουδάζαμε τα παιδιά μας για να γίνουν καλλιτέχνες, αλλά μονάχα γιατροί και δικηγόροι, γιατί αυτά τα επαγγέλματα μπορούν να φέρουν αρκετά χρήματα στο τραπέζι για να συντηρούμε το σπίτι με την πισίνα και την BMW. Τα κατοχικά χρόνια, μας άφησαν το κατάλοιπο του να θέλουμε να δειχνόμαστε, να βλέπουν οι γείτονες τι βγάζουμε κι έτσι, στο κατά τ’ άλλα φτωχικό μας μυαλό, να μας αναγνωρίζουν και να μας αποδέχονται. Το πιο λυπηρό, όμως, είναι ότι συνδυάσαμε τα λεφτά και την εργασία με την αξία του ανθρώπου και την προσφορά του στην κοινωνία. Κάπου στον δρόμο, λοιπόν, για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας, ξεχάσαμε τα βασικά. Όλους μας, μια γυναίκα μας γέννησε και μια μαμά, εργαζόμενη ή μη, μας μεγάλωσε για να φτάσουμε στο σήμερα. Μια μαμά μας μαγείρεψε, μια μαμά νοικοκυρά συγύρισε το ακατάστατο δωμάτιό μας, κι εύχομαι πως μια μαμά μας αγκάλιασε όταν το χρειαστήκαμε.

Ο ρόλος της νοικοκυράς- μαμάς δεν είναι αμελητέος. Σε καμία περίπτωση δεν είναι μονόδρομος, αλλά δεν είναι αμελητέος. Τις ώρες που αφιερώνει μία νοικοκυρά στο σπίτι και στα παιδιά της, κάποιος άλλος τις αφιερώνει στη δουλειά του, κάποιος τις μοιράζει στα δύο- το θέμα είναι να είναι επιλογή του το να το πράξει. Ας αφήσουμε λοιπόν στην άκρη την κριτική προς τους άλλους, ας σεβαστούμε τις επιλογές και την πορεία του καθενός κι ας ορίσουμε σαν μέλημά μας, αυτό που παρά τα τόσα χρόνια φεμινισμού δεν κατορθώσαμε να αναδείξουμε. Το ότι μια γυναίκα συμβάλει στην κοινωνία κι από το σπίτι, αν εκεί θέλει η ίδια να βρίσκεται.

*Βιβλιογραφία

Συντάκτης: Νεφέλη Ζέλιου