Από παιδί ο άνθρωπος έχει μάθει στην ασφάλεια που του προσδίδει το σπίτι του, το οποίο αποτελείται στην ουσία από τους γονείς και τα αδέρφια του. Δεν είναι ούτε ο χώρος, ούτε τα αντικείμενα που δένουν ένα παιδί με τον γονιό, αλλά η προσοχή κι η αγάπη που λαμβάνει από εκείνους μέχρι τη στιγμή που θα φύγουν από κοντά του.
Έρχεται κι η εφηβεία που είναι σε μόνιμη σε σύγκρουση ο χαρακτήρας του παιδιού μ’ εκείνον του γονιού, αμφισβητεί τα πάντα, αναρωτιέται, διαμορφώνει χαρακτήρα. Είναι η στιγμή της διαφοροποίησης σε πολλά πεδία της ζωής του εφήβου κι η απέλπιδα προσπάθεια των γονιών να ισορροπήσουν τη συμπεριφορά τους μεταξύ των ξεσπασμάτων των παιδιών τους και των δικών τους απαιτήσεων από αυτά. Η καθημερινή συμβίωση προκαλεί σαφώς εντάσεις και πολλές φθορές στις σχέσεις γονιού και παιδιού με αποτέλεσμα την απομάκρυνση του παιδιού στο δικό του προσωπικό χώρο, όπου εκεί δε θα μπορέσει να διαταραχτεί επ’ ουδενί η ηρεμία του και θα βάλει σε σειρά και τάξη τις σκέψεις του για όσα ίσως το απασχολούν στο μεγαλύτερο κομμάτι της μέρας.
Μετέπειτα μεγαλώνουν κι ηρεμούν από την τρέλα της εφηβείας κι ο γονιός (συνήθως ένας εκ των δύο) γίνεται ο άνθρωπος που μπορούν να ανοιχτούν για να πουν τις σκέψεις τους, τα όνειρά τους, τις φοβίες τους κι ως ενήλικες θέλουν να έχουν μια υγιή σχέση με τους γονείς τους με ανεπτυγμένο το αίσθημα της ανεξαρτησίας τους, της προσωπικής τους ζωής και των ορίων της.
Όσο λοιπόν απομακρύνεται το άτομο από την παιδική ηλικία, την εφηβική και μπαίνει σε εκείνη των ενηλίκων χρειάζεται περισσότερο χώρο, ελευθερία και χρόνο για τις δικές του ανάγκες, παραμερίζοντας σε μεγάλο βαθμό κάποιες φορές τον χρόνο που αφιέρωναν στους γονείς τους.
Ο γονιός μπαίνει σε μία φάση παρατηρητή αμέτοχου θα έλεγε κανείς για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τη νέα κατάσταση και να βάλει σε δεύτερη μοίρα τις ανάγκες του όσο αφορά το χρόνο του με τα παιδιά του. Αυτό συμβαίνει διότι οι γονείς δεν είναι μόνο παιδαγωγοί των παιδιών τους αλλά και προστάτες τους, φίλοι τους και κάνουν υπομονή μέχρι τη στιγμή που θα έρθουν από μόνα τους στους ίδιους και θα αναζητήσουν τη γονεϊκή αγκαλιά.
Τα παιδιά απορροφημένα από την καθημερινότητά τους ακόμα κι αν διαμένουν στο ίδιο σπίτι σπάνια περνούν χρόνο με την οικογένεια, σπάνια θα πουν πράγματα και θα τα μοιραστούν εκτός αν υπάρχει από την παιδική ηλικία αυτό το δέσιμο. Αν διαμένουν σε άλλο χώρο πάλι δεν τους βλέπουν τόσο συχνά κι η μεταξύ τους επικοινωνία αρκείται στα καθημερινά τηλεφωνήματα καθώς και στην πλήρωση κάποιων στοιχειωδών αναγκών τους.
Περνάει ο καιρός και δεν υπάρχει καμία στενή επαφή με τους γονείς, αρχίζει το παιδί να νιώθει σε κάποιους τομείς της ζωής του πίεση και μελαγχολία. Είναι εκείνες οι στιγμές που αποζητούν τα παιδιά τη θεραπευτική ιδιότητα των γονέων να παίρνουν τη λύπη μακριά, δημιουργώντας ένα ασφαλές περιβάλλον. Αναπολεί το παιδί την παιδική του ηλικία και τον τρόπο που το έκαναν να νιώθει και νοσταλγεί τη στιγμή που θα νιώσει το ίδιο ακριβώς συναίσθημα με τότε, να αποκοιμηθεί ήρεμα χωρίς να κρύβεται κανένα τέρας κάτω από το κρεβάτι του όπως όταν ήταν παιδί και έτρεχε με τον πρώτο εφιάλτη στο κρεβάτι των γονιών του.
Ως ενήλικες πάντοτε θα έχουμε αυτή την ιδιαίτερη ανάγκη για αγάπη από τους γονείς μας και την φροντίδα τους όπως όταν ήμασταν υπό την προστασία τους. Είναι μέσα στην ψυχή μας αυτό το δέσιμο, ίσως θέλουμε τον χώρο μας, μα πάντα θα γυρνάμε στο πατρικό για μια Κυριακή που θα μυρίζει μαμά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου