Ο Γιώργος μου συστήθηκε ως single father.
Καθόμουν μόνος μου, λευκό πύργο και περίμενα το ραντεβού μου.
«Μπορώ να κάτσω;»
«Ελεύθερα.»
«Βγήκα μια βόλτα φίλε μου να ξεσκάσω, άφησα τον Μιχαλάκη στην γιαγιά του, αλλά δεν έχω πολλούς φίλους στην πόλη και έτσι βγήκα μόνος.»
«Η γυναίκα σου;»
«Την έχω χάσει την Μαρία μου.»
Γέννησε τον Μιχάλη και την έκανε από εδώ. Επιπλοκές στην γέννα είπαν οι γιατροί. Δεν άντεξε την ευθύνη, λέω εγώ. Και τώρα παλεύω μόνος να μεγαλώσω αυτό τον σατανά.
Ντράπηκα αμέσως. «Με συγχωρείς, δεν ήθελα σε φέρω σε δύσκολη θέση.»
«Μην ανησυχείς, πιο δύσκολη από αυτήν που είμαι ήδη, χλωμό.
Έτσι που λες Βασίλη. Η Μαρία ήταν ο παιδικός μου έρωτας, από το γυμνάσιο. Χαθήκαμε κάποια χρόνια και ξανασμίξαμε λίγο μετά το πανεπιστήμιο. Λογιστική και αυτή, σε άλλη πόλη.
Βρεθήκαμε σε μια συνέντευξη για πρακτική και δεν χωρίσαμε ποτέ.
Μεγάλος έρωτας. Όχι από τους κινηματογραφικούς. Είχαμε φάει τα μούτρα μας και οι δυο και καταλήξαμε ότι ταιριάζουμε. Έρωτας από επιλογή, σοφό πράγμα. Περιμένεις παρέα Βασίλη;»
«Βασικά, ναι, αλλά θα το ακυρώσω», πάμε για καφέ;
«Είμαστε 23, που λες. Σε έξι ημέρες έφευγα φαντάρος και η Μαρία ήταν ήδη έγκυος. Απολύθηκα και να΄μαι.»
«Και όσο ήσουν μέσα;»
«Δύσκολα φίλε μου, μπορώ να σε λέω έτσι, ε; Κόντευα να τρελαθώ, οι δικοί της από Κομοτηνή, απένταροι, δεν μπορούσαν να της σταθούν. Την εγκυμοσύνη την πέρασε με την πεθερά της, την μάνα μου. Δεν λέω, καλή, χρυσή η μάνα μου, αλλά εγκυμοσύνη με την πεθερά σου, καταλαβαίνεις.
Πολλά βράδια μιλούσαμε και με παρακαλούσε να γυρίσω. Αλλά οι πούστηδες με έστειλαν Κύπρο, βύσμα δεν είχα και άδεια κάθε 3 μήνες, γάμησε τα.
Τις δύσκολες μέρες με κατηγορούσε με παράπονο, δεν την παρεξηγώ.»
«Και όταν απολύθηκες;»
«Τότε άλλαξαν όλα. Βρήκαμε σπίτι, φτιάξαμε δωμάτιο, πήραμε περπατούρες σαλιάρες, το μωρό κόντευε.
Παντρευτήκαμε με πολιτικό όσο ήμουν μέσα για να υπηρετήσω εξάμηνο.
Όταν βγήκα ήταν ήδη επτάμιση μηνών. Μόνη της τα πέρασε όλα, είχε τρομάξει. Μάλλον γι’αυτό την έκανε στο τέλος, δε βασιζόταν σε μένα πλέον. Είχε τα δίκια της, τι να πω.»
Ρε συ Βασίλη σε έπρηξα, πες μου κάτι για εσένα.
«Εγώ Γιώργο μου γράφω και η ιστορία σου είναι κάτι παραπάνω από ενδιαφέρουσα, συνέχισε σε παρακαλώ. Ο Μιχαλάκης πως το πήρε;»
«Πάνε τρία χρόνια τώρα. Δεν έζησε μάνα, δεν ξέρει πώς είναι. Τώρα αρχίζει τις ερωτήσεις, βλέπει τα άλλα παιδάκια και έχει αρχίσει να παρατηρεί. Δεν είναι πιεστικός, ακόμη. Αλλά και τι να του πω; Είναι πολύ μικρός. Με τους ψυχολόγους και αυτούς δεν τα έχω καλά, δεν ξέρω, θα δούμε.»
«Και η δική σου ζωή;»
«Η δική μου, ο Μιχαλάκης μου.
Ξυπνάω πρωί, τον πάω στην μάνα μου και πάω δουλειά. Βλέπεις δεν μπορώ να πληρώνω παιδικό σταθμό, γαμώ την κρίση μου. Δε γουστάρω τα παιδάκια που μεγαλώνουν με του παππούδες αλλά και τι να κάνω; Πάλι καλά που έχω και αυτούς, οι γονείς και τα αδέλφια μου με ξελασπώνουν συχνά. Από προσωπική ζωή, μηδέν. Κανένα χαλαρό καφέ με φίλους, ή σπίτι και ταινία με τον Μιχαλάκη.
Έχω ξεχάσει το γυναικείο χάδι και είμαι μόνο 27. Δεν έχω ορμές πλέον, τις έχω πνίξει, καμιά ονείρωξη που και που και αυτό είναι όλο.»
«Για έναν περίεργο λόγο ρε Γιώργο δεν νιώθω καμία λύπηση για εσένα.»
«Πώς να νιώσεις ρε Βασίλη μου; Δεν είμαι για λύπηση, κάνω πολύ κακές σκέψεις κατά καιρούς.
Όλο αυτό που τραβάω είναι από επιλογή. Επιλογή και αγάπη για τον υιό μου. Απλά κάποια βράδια και μην βιαστείς να με κρίνεις, σκέφτομαι τη ζωή μου με την Μαρία και χωρίς τον μικρό. Γι’αυτό σου λέω, δεν είμαι για λύπηση, παλιάνθρωπος είμαι.
Συγγνώμη, να πληρώσουμε λίγο;
Αυτός ο καφές είναι κερασμένος, στην μνήμη της Μαρίας μου. Σαν σήμερα ήταν. Αυτή κηδεία, γενέθλια ο Μιχάλης και εγώ κάπου στην μέση. Δεν γαμείς, έτσι είναι η ζωή, ζόρικη.
Αν γράψεις κάτι για αυτά που σου είπα σε παρακαλώ στείλε μου στο facebook, θέλω να τα έχω, να τα δείξω κάποια στιγμή στον μικρό. Ελπίζω να καταλάβει. Την αγαπώ την μάνα του, την αγαπώ και την μισώ εξίσου. Τη ρουφιάνα.
Δε γαμείς, πάω να πάρω τον μικρό. Του ετοίμασαν πάρτι οι παππούδες.
Τα λέμε φίλε, χάρηκα.»