Πέμπτη βράδυ και ως είθισται πλέον, με τον Μήτσο έχουμε πιει λίγα ποτάκια παραπάνω. Το μαγαζί δικό μας πια κι ο DJ μάς προειδοποιεί πως θα πατήσει το play. Μετά τα πρώτα δευτερόλεπτα της εισαγωγής ακούω Αντώνη Ρέμο. «Έσπασε η νύχτα δυο κομμάτια».

Ο Μήτσος τρέχει τουαλέτα να κατουρήσει τα υποβρύχια για να συνεχίσουμε. Στο διάστημα λίγων λεπτών που έλειψε, με «έπιασα» να αναλύω τους στίχους. Τι λέει ο άνθρωπος ρε γαμώ; Πόσο πρωτότυπο ελληνικό τραγούδι; Μιλάει για χωρισμό, πόνο, κλάψα. Τους είδε μαζί και δεν άντεξε, λέει, και τα άλλα γλυκανάλατα.

Εντάξει δε θα πω ψέματα, εκείνη σκέφτηκα. Βέβαια δεν έχω καταλήξει ποιος από τους δυο μας ήταν ο δυνατός. Ο Αντώνης είναι σίγουρος, εγώ όμως όχι.

Ταυτίστηκα σε αρκετά σημεία του τραγουδιού, δεν μπορώ να πω. Άλλωστε αυτό συμβαίνει σε όλους μας με τα καψουροτράγουδα, ύστερα από την κατανάλωση οινοπνεύματος. Είναι γνωστή η συνταγή για τους τραγουδοποιούς. Βάζεις έναν δακρύβρεχτο χωρισμό, προσθέτεις ένα αμάξι που τρέχει, συμπληρώνεις λίγη κατάντια όταν τους είδες μαζί και ολοκληρώνεις με το συμπέρασμα πως δεν την/τον ξεπέρασες ποτέ. Τι έχουμε εδώ; Λαϊκή επιτυχία.

Ναι, προσπαθούσα να είμαι σε όλα εγώ εντάξει και να βάλω τη ζωή μου σε μια τάξη. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα, προσπάθησα όμως. Αντικείμενα δικά σου κι ό,τι άφησες εδώ εγώ δεν έχω, σε αντίθεση με τον Αντώνη, γιατί πολύ απλά φεύγοντας τα πήρες όλα, δικά μου και δικά σου. Πάμε παρακάτω.

Τι λέει; «Είχες φύγει δεν με πείραξε θυμάμαι, σου’ χα πει δεν σου αξίζω εγώ λυπάμαι». Ότι με πείραξε; Με πείραξε. Λάτρευα το ριζότο και τη μυρωδιά σου αλλά –τι να κάνουμε;– αυτά έχει η ζωή. Καλά, όχι πως δε σου άξιζα κιόλας, μη χέσω.

Ευτυχώς δε σε είδα με κανέναν ακόμη. Ούτε να κρατάς κανενός το χέρι, ούτε να του γελάς τρυφερά. Θα συμβεί κι αυτό, αργά ή γρήγορα, αλλά και πάλι τι να κάνεις; Να κλειστείς σε μοναστήρι; Να μη βρεις άλλο γκόμενο; Πολύ εγωιστικό και δεν μου πάει. Ακόμη και να σε δω, το πιο πιθανό να αδιαφορήσω. Να βάλω ακόμα ένα τικ στα λόγια του Αντώνη και να συνεχίσω ατάραχος το ποτό μου. Ούτε ο χρόνος θα σταματήσει, ούτε θα σπάσει η νύχτα σε δυο κομμάτια. Εξάλλου τι είναι η νύχτα να σπάσει σε κομμάτια; Το κινητό που μου πέταξες στο κεφάλι;

Για εμένα ήταν όντως για το καλό μου, άσχετα που διαφωνεί ο Ρέμος. Κάθε μέρα που περνούσε, ήξερα πως «μάτια που δεν βλέπονται, πηδιούνται αλλού» κι ένιωθα εντάξει με αυτό. Δεν έγινες ξένη για εμένα και μιλούσα παντού για εσένα, όχι με τα καλύτερα λόγια βέβαια – να με συμπαθάς, Ξέρεις την αθυροστομία μου.

Κι άντε πες πάλι σας είδα μαζί, μέλια και τα λοιπά, σταμάτησε ο χρόνος κι έσπασε η νύχτα δυο κομμάτια. Πώς να το διαχειριστώ όλο αυτό μου λες;

Καθώς λοιπόν σουρεαλίζομαι μόνος μου στο μπαρ, αντιλαμβάνομαι πως ο Μήτσος έχει αργήσει. «Να δεις που έφυγε και δεν τον πήρα χαμπάρι» σκέφτομαι. Αλλά όχι, ο Μήτσος είναι εδώ και τον βλέπω να πλησιάζει απειλητικά με δυο κορασίδες αγκαζέ και να μου χαμογελούν και οι τρεις.

Να δεις που πάλι θα υποκύψω σε αμαρτίες. Έχει δίκιο μωρέ τελικά ο Αντώνης. Εσύ ήσουν η δυνατή.

 

Συντάκτης: Βασίλης Δεμιρτζόγλου