Πάει καιρός από τότε. Ύστερα από δυο-τρεις ψευτοκαφέδες, αρκετά τηλέφωνα και μπόλικο κυνήγι, μου είπε το ναι. Θα βγαίναμε βράδυ για ποτό. Η συνταγή γνωστή. Έβαλα το γαμάτο σετ των πιο τρεντι ρούχων που είχα στην ντουλάπα, πλύθηκα σχολαστικά και groomαρισα όλο μου το σώμα. Ένα καλό πλύσιμο στο αμάξι, να μυρίζει φρεσκαδούρα και στο πίσω μέρος του μυαλού μου ξέρω ήδη σε ποιο μαγαζί θα πάμε για να την ξελογιάσω. Πολύ σίγουρος για τον εαυτό μου και γεμάτος αυτοπεποίθηση σταματάω κάτω από το σπίτι της. Τη βλέπω να πλησιάζει και αρχικά μου κόβονται τα πόδια.
Τυπική ερώτηση για το μαγαζί που θα πάμε και ως συνήθως δεν έχει πρόβλημα. Το σχέδιο βαδίζει καλά. Το μαγαζί σοβαρό, σχετικά σκοτεινό, χωρίς να προκαλεί και χωρίς ιδιαίτερη κίνηση. Στιλάτο και συνάμα incognito.
Καθόμαστε στο μπαρ και παραγγέλνουμε ποτά. Θυμάμαι ακόμη τι φορούσε εκείνη τη νύχτα. Τζιν σορτσάκι ξεθωριασμένο, ένα τοπάκι και ένα ανοιχτό πουκαμισάκι να πέφτει στους ώμους. Καθώς η βραδιά εξελίσσεται, μαζί της εξελίσσεται και το φλερτ. Τα αίματα έχουν ανάψει και οι ματιές γίνονται όλο και πιο πονηρές, όλο με μεγαλύτερη διάρκεια. Με τσάκωσε αρκετές φορές να χαζεύω τα ποδαράκια της. Χαμογελούσε κι εγώ σήκωνα τους ώμους και σούφρωνα τα χείλη αποκρινόμενος «I can’t help it».
Είχαμε πιει ήδη από τρία ποτά όταν σηκώθηκε να πάει τουαλέτα για πρώτη φορά. Περπατούσε γεμάτη νάζι γνωρίζοντας πως κοιτάω τον κώλο της. Πριν μπει λοιπόν στην τουαλέτα, κάνει μια στροφή και με κοιτάει, χαμογελάει και μου φωνάζει: «Ξέρω!» κλείνοντάς μου το μάτι.
Συγνώμη για τη γλώσσα μου, αλλά το πουλί μου είχε γίνει κάγκελο. Έπρεπε οπωσδήποτε να τη ρίξω σήμερα.
Μετά το πέμπτο ποτό η κουβέντα άρχισε να αποκτά νόημα. Συζητούσαμε για τις πιθανότητες που υπάρχουν να κοιμηθεί σπίτι μου το βράδυ. Μου έδωσε ελπίδες. Μια στο εκατομμύριο. Καλό ποσοστό σκέφτομαι, είμαι σε καλό δρόμο. Βέβαια δε με άφησε για ώρα να βράζω στο ζουμί μου. Με έπιασε και μου έδωσε ένα καυτό φιλί και χρειάστηκα αρκετά λεπτά να συνέλθω.
Τα σώματα έκαναν την δουλειά τους. Κάτσαμε πιο κοντά, αρχίσαμε να αγγίζουμε ο ένας τον άλλο. Μου γύρισε την πλάτη και με τρόπο με πλησίασε για να την αγκαλιάσω. Με ένιωσε να την μυρίζω και πολύ το χάρηκε. Τη μαρτύρησε το πρόσωπό της. Ήταν αναψοκοκκινισμένη για ώρα. Αν θυμάμαι καλά, κάπου στο έβδομο ποτό την κατάφερα. Θα κοιμηθεί σπίτι μου τελικά.
Με τόσο αλκοόλ και κανείς από τους δυο μας δεν έδειχνε σημάδια μέθης. Η ένταση ήταν τόσο μεγάλη και η αδρεναλίνη έρεε άφθονη με αποτέλεσμα να μην αφήνουν το ποτό να κάνει τη δουλειά του. Η ώρα είχε περάσει και της εξηγώ πως πρέπει να φύγουμε γιατί ξυπνάω πολύ νωρίς. Εγώ βέβαια σκέφτομαι πως δε θα κοιμηθώ και πολύ, γιατί έχω και μια μάχη να δώσω στο σπίτι. Το ξέρει πως αυτό περίμενα όλο το βράδυ και χαμογελάει με νόημα. Πληρώνω ως σωστός κύριος, παρά τις ενστάσεις της, και της ζητάω βιαστικά να φύγουμε.
«Γιατί βιάζεσαι τόσο;» με ρωτάει. «Κάτσε να κάνουμε το τσιγάρο μας και φεύγουμε». Ακόμη και τώρα που γράφω αραχτός στον καναπέ μου, με έχει κυριεύσει ένα αίσθημα βιασύνης. Η αλήθεια είναι πως το ήθελα τόσο πολύ. Με είχε τρελάνει όλο το βράδυ και πλέον είχα χάσει κάθε μέτρο. Μόλις το συνειδητοποίησα, άναψα και δεύτερο τσιγάρο, να το παίξω χαλαρός.
Μπήκαμε στο αμάξι και κοντεύουμε στο σπίτι. Έμοιαζα πολύ χαλαρός, είχα σχεδόν σκοράρει. Δυστυχώς λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο. Λίγα μόλις μέτρα από το ασανσέρ, με σταματάει, με φιλάει και μου λέει: «Δε θέλω να το παρεξηγήσεις, αλλά ήρθαμε για να κοιμηθούμε». «Φυσικά» της λέω, «χρειάζομαι ύπνο, εξάλλου σε δυο ώρες πρέπει να ξυπνήσω».
Βγαίνοντας από το ασανσέρ, εγώ κάπως ξενερωμένος, αλλά της παραχωρώ τη θέση μου και περνάει πρώτη, της δείχνω την πόρτα του διαμερίσματός μου και καθυστερώ ελαφρώς με σκοπό να βρεθεί αυτή ανάμεσα σε εμένα και την πόρτα. Κολλάω το κορμί μου πάνω της, κοινώς τη στριμώχνω και τη φιλάω ενώ προσπαθώ να βρω την τρύπα της κλειδαριάς, σαν από ταινία ένα πράγμα. Ανοίγει η πόρτα και ακριβώς πριν μπούμε μου χαϊδεύει το μάγουλο χαμογελώντας και μου λέει: «Δε θα φας σήμερα Δεμιρτζόγλου, να το ξέρεις.»
Η πόρτα έκλεισε και τα υπόλοιπα ανήκουν πλέον στην ιστορία.