Εγώ είμαι πάλι. Αυτή η τύπισσα με τα μαύρα. Ντροπή με φωνάζουν.

Με θυμάσαι νομίζω. Το φάντασμα που στοιχειώνει το μυαλουδάκι σου. Μα μ’ ένα πρόσωπο που πολύ καλά γνωρίζεις. Δε με ψάχνεις, αλλά εγώ πάντα σε βρίσκω. Σε φοβίζω, σε σκίζω στα δύο. Θυμάσαι; Σκέψου τα λόγια που δεν είπες και τώρα δεν υπάρχει πια ακροατής να τ’ ακούσει. Βλέπω τις ενοχές σου να γαντζώνονται στο δέρμα σου. Πόσες αλήθειες σου κατάπιες και μάτωσαν το στόμα σου κι ύστερα δεν είχες φωνή για να τις πεις. Συγνώμη, δε θέλω, θέλω. Λέξεις που μέσα σου καρφώθηκαν και τώρα μάταια τραβάς με μανία τα καρφιά τους.

Εκείνη η απόφαση που σου άλλαξε όλη τη ζωή, τώρα χαμογελάει με δόντια μυτερά μέσα στο μυαλουδάκι σου. Κι’ εγώ είμαι πάντα εδώ, να παρατηρώ τα λάθη σου και τις σιωπές σου και να γελάω. Παρατηρώ κάθε κόμπιασμα στα λόγια που τόσο θέλεις να πεις, μα δε βρίσκεις το θάρρος. Αλήθεια, ξεκαρδίζομαι. Κι ύστερα, κάθομαι και απολαμβάνω τό ότι έχεις νικηθεί. Πως θα μπορούσες να είχες πράξει διαφορετικά αλλά τώρα είναι πια αργά.

Κι εκείνα τα ψέματα, τα θυμάσαι πολύ καλά νομίζω. Αυτά που όταν τα ‘λεγες πίστευες πως ήταν για καλό, και τώρα βλέπω πως μετανιώνεις, γιατί είπες ψέματα σε κάποιον που αγάπησες πολύ. Τρώω την ψυχή σου καθώς εσύ ντρέπεσαι για όσα ένιωσες. Με νιώθεις που σε κατασπαράζω. Ανήμπορος με κοιτάς και χαμηλώνεις κι’ άλλο το βλέμμα σου. Σκύβεις το κεφάλι. Σε σκεπάζω, σε γεμίζω σκιές. Σου θυμίζω. Εκείνο το σχόλιο που είχες κάνει για κάποιον, και τον πλήγωσες. Για το αν αγαπάς ίσα τα παιδιά σου, αν κάνεις το σωστό κι αν η αγάπη σου γι’ αυτά είναι αρκετή. Σε βλέπω να κλαις από πάνω τους τα βράδια που αυτά κοιμούνται γεμάτος τύψεις κι εγώ έρχομαι και σε χαϊδεύω στην πλάτη με τα γαμψά μου νύχια για να σου υπενθυμίσω πως είμαι εκεί και δεν είσαι μόνος. Ξέρω κάθε σου μαύρη, σκοτεινή σκέψη. Μην ανησυχείς, δε θα σε αφήσω να ξεχάσεις. Συνέχισε ν’ αναρωτιέσαι και να μετανιώνεις.

Τι νομίζεις ότι κάνεις; Έτσι απλά δεν παίζεται το παιχνίδι μαζί μου. Δε φεύγω, εδώ γύρω είμαι. Με βλέπεις, στέκεσαι με σκυφτό το κεφάλι μπροστά μου. Θέλω να υποκλιθείς. Δεν μπορείς να τολμήσεις να με διώξεις. Κι εγώ βολεύομαι στον φόβο σου, στην ενοχή σου, βολεύομαι κάτω από την σκιά των ματιών σου, κάτω από τους ώμους σου που γέρνουν μπροστά, την καμπουριασμένη σου πλάτη. Βρίσκω μια καρέκλα και κάθομαι απέναντί σου. Σταυρώνω τα πόδια μου και σε κοιτάω. Θέλω να σε συρρικνώσω. Να σε ταπεινώσω ακόμα περισσότερο.

Μα κάτι σαν ν’ αλλάζει. Οι ώμοι σου ισιώνουν. Το σώμα σου διστακτικά σηκώνεται. Με κοιτάς και βλέπω στα μάτια σου όλα τα δάκρυα, όλες τις ανείπωτες λέξεις, τις ενοχές σου. Ξαφνικά τυφλώνομαι, λες και κάποιος άνοιξε διάπλατα το παράθυρο. Αναρωτιέμαι πώς γίνεται. Δε με φοβάσαι; Κλοτσάς την καρέκλα που κάθομαι και πέφτω με δύναμη κάτω. Χωρίς να το θέλω, γίνομαι μικρή μπροστά στη δύναμή σου. Τόσο καιρό μάθαινες απ’ όσα δεν είπες, πως δε χρειάζεται να φοβάσαι κι εγώ δεν το ‘ξερα πως κρυφά από μένα εκπαιδεύεσαι να μ’ εξοντώσεις. Δεν έχω θέση πια εδώ. Δε σου χωράω πια. Σου μίκρυνα. Μεγάλωσες κι αγάπησες όλα όσα είσαι.

Μαζεύομαι σε μια γωνία. Ανήμπορη πια. Γερασμένη με λειψά δόντια. Χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα. Δεν μπορώ να δω στο μυαλό σου. Εσύ έχεις μάθει πια κι ήρθε η ώρα να βγεις στο φως. Εγώ, τρέχω να κρυφτώ στην τρύπα μου. Εσύ επανόρθωσες κι εγώ έχασα. Εσύ συγχώρεσες τον εαυτό σου κι εγώ ηττήθηκα.

 

Θέλουμε και τη δική σου ιστορία!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Μαργαρίτα Αρβανιτίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου