Η μικρή γοργόνα, τα ρούχα του αυτοκράτορα και το ασχημόπαπο, είναι λίγα από τα παραμύθια που μας έρχονται στο μυαλό όταν ακούμε το όνομα Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Άλλωστε, η βασίλισσα του χιονιού κι η πριγκίπισσα και το μπιζέλι πόσες φορές μας συνόδευσαν σε κόσμους φανταστικούς; Όμως, ακριβώς όπως η μικρή του γοργόνα, και ο μολυβένιος του στρατιώτης, έτσι και ο ίδιος ο συγγραφέας είχε μια ζωή δύσκολη, γεμάτη απογοητεύσεις και ένα τραγικό τέλος.

Γεννημένος στην Odense της Δανίας το 1805, έζησε τα παιδικά του χρόνια πάρα πολύ φτωχικά. Για ένα διάστημα ο ίδιος και η οικογένειά του αναγκάζονταν να μοιράζονται το ίδιο διαμέρισμα με άλλες δύο οικογένειες. Λένε πως αυτή ήταν η πρώτη αφορμή για να αρχίσει να φτιάχνει στο μυαλό του μέρη μαγικά, ώστε να «πηγαίνει» εκεί όταν δεν άντεχε την καθημερινότητά του.

Στην ηλικία των 11 χρόνων ακόμα ένα τραγικό γεγονός βάζει το λιθαράκι του στη μετέπειτα εξέλιξή του. Πεθαίνει ο πατέρας του και αναγκάζεται πλέον μόνος του αυτός και η μητέρα του να μπορέσουν να ζήσουν. Έκανε ό,τι δουλειές μπορούσε αλλά το μυαλό του έτρεχε αλλού. Δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τα μαθήματα στο σχολείο και δεν έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για οποιαδήποτε ακαδημαϊκή μόρφωση. Αυτό που ήθελε να κάνει ήταν να διηγείται ιστορίες σ’ άλλους, προσθέτοντας συγχρόνως στη διήγησή του χορευτικές φιγούρες, συνήθως επηρεασμένες από το μπαλέτο. Η μητέρα του διαφωνούσε με αυτήν την κλίση του προς το θέατρο, τα βιβλία και τη μουσική. Ό,τι δουλειά όμως και αν τον πίεζε να κάνει, εκείνος δεν μπορούσε να την ολοκληρώσει γιατί πάντα το μυαλό του ταξίδευε σε μέρη φανταστικά.

Γύρω στα 14 αποφάσισε να φύγει μόνος του και να πάει στην Κοπεγχάγη για να κάνει τ’ όνειρό του πραγματικότητα. Εκτός από τα παραμύθια του που είναι γνωστά σε όλο τον κόσμο , έχει γράψει πολλά ποιήματα, διηγήματα και θεατρικά.

Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα για εκείνον. Οι οικονομικές δυσκολίες μεγάλες. Έκανε διάφορες δουλειές αλλά πάλι, δεν ένιωθε ο εαυτός του. Αποφάσισε να ασχοληθεί με μια άλλη του αγάπη το μπαλέτο, αλλά το ψηλό και χωρίς ρυθμό σώμα του δεν του το επέτρεψαν. Δε σταμάτησε όμως ποτέ να γράφει.

Και κάπου γύρω στην ηλικία των 17 άρχισε να αναγνωρίζεται το ταλέντο του. Ο διευθυντής του εθνικού θεάτρου της Δανίας είχε διαβάσει κάποια έργα του και τον εντυπωσίασαν. Τον κάλεσε να τον γνωρίσει και τον βοήθησε να τελειώσει το σχολείο. 

Δεν ήταν όμως καθόλου δημοφιλής, δεν είχε πολλούς φίλους, και τον κορόιδευαν που ήθελε να γίνει συγγραφέας. Ο ίδιος περιέγραφε τα χρόνια του σχολείου σαν τα πιο δύσκολα και δε μιλούσε πολύ για αυτά.  Σ’ εκείνη την ηλικία άρχισε να αναρωτιέται και για την «ερωτική» του ταυτότητα. Κάτι που τον βασάνισε σ’ όλη του τη ζωή, καθώς δεν μπόρεσε να έχει εύκολα σχέσεις ούτε με άντρες ούτε με γυναίκες. Πολύ συχνά οι γυναίκες που διάλεγε δεν ήταν διαθέσιμες. Έτσι ένιωθε μοναξιά και απόγνωση, κάτι που μπορούσε κάποιος να καταλάβει αν διάβαζε τα προσωπικά του κείμενα. Στα ίδια προσωπικά του κείμενα φαίνεται να αναφέρεται και στη σχέση του με έναν Δανό χορευτή μπαλέτου, που ήταν κάτι παραπάνω από φιλική.

Κάθε του σχέση οδηγούσε σε μια ακόμα απογοήτευση, και αυτός έμενε πληγωμένος και μόνος αμφισβητώντας ακόμα και ό ίδιος την «ερωτική» του προτίμηση. Πολλοί τον σχολίαζαν και προσπαθούσαν να βρουν  κάποιο νόημα διαφορετικό μέσα στις ιστορίες του.

Υπήρξε υποχόνδριος και πάντα υπήρχε ένα μυστήριο γύρω του. Προσωπικότητα καλλιτεχνική με λατρεία στα ταξίδια. Είχε ταξιδέψει σχεδόν σ’ όλο τον κόσμο και το μότο του ήταν «Να ζεις είναι να ταξιδεύεις». Έψαχνε την ιδανική αγάπη, την έγκριση και την αποδοχή.

Μια παιδική ρομαντική ιδιοφυΐα, ένας δυσλειτουργικός έφηβος, που συνέδεε τον «ερωτικό» προσανατολισμό του με την κοινωνική καταστροφή.

Συνέχισε τις σπουδές του από το σπίτι και έτσι μπόρεσε λίγο πιο ήσυχος να γράφει παράλληλα ιστορίες και ποιήματά.

Απέκτησε κάποια επιτυχία όταν δημοσιεύτηκαν κάποια κείμενά του, ποιήματα, μια μικρή ιστορία και μια κωμωδία για το θέατρο.

Ξεκίνησε να γράφει παραμύθια γύρω στην ηλικία των τριάντα και έφτασε να εκδίδει 160 παραμύθια. Και αν το σκεφτεί κάποιος, θα μπορέσει να δει πόσο εντύπωση έκανε τότε που ένας άνθρωπος χωρίς παιδιά, μπορούσε και έγραφε έτσι για τον ψυχικό τους κόσμο.

Το έργο του όπως όλοι γνωρίζουμε αναγνωρίστηκε παντού και μεταφράστηκε σε πάρα πολλές γλώσσες. Και ενώ οι βασικές πλοκές του ήταν συχνά απλές, τα σπουδαιότερα παραμύθια του ήταν πολυεπίπεδα, κρύβοντας υποκείμενα, και κοινωνικούς προβληματισμούς. Κάνοντας τα κατάλληλα για ανάγνωση ακόμα κι από ενήλικες ηλικίες.

Οι ιστορίες του όμως δεν έχουν μεταφερθεί όλες γνήσιες όπως τις είχε πρωτογράψει.

Οι αυθεντικές ήταν γεμάτες βία, απόγνωση ακόμα και θάνατο. Λόγω της λογοκρισίας της τότε εποχής, και της βασίλισσας της Αγγλίας, όταν μεταφράστηκαν στα Αγγλικά έπρεπε να περιέχουν τις αλλαγές που ακόμη και σήμερα διαβάζουμε κι έτσι τα πρωτότυπα κείμενά του είναι αυτά γραμμένα στα Δανέζικα.

Η γοργόνα του έγινε αφρός της θάλασσας και θυσιάστηκε για τη μεγάλη της αγάπη, ο στρατιώτης του έλιωσε και πήρε το σχήμα μιας καρδιάς στην προσπάθειά του να φέρει κοντά του την όμορφη μπαλαρίνα του.

Έτσι και ο ίδιος, χωρίς να έχει βρει την αγάπη που έψαχνε σε κάθε γωνιά του κόσμου, και χωρίς την αποδοχή και τη στοργή για την οποία επανειλημμένα συναντάμε στο έργο του, ύστερα από μεγάλη αναγνωρισιμότητα, αλλά και μοναξιά είχε ένα ατύχημα όταν έπεσε από το κρεβάτι του, δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τα τραύματά του και τρία χρόνια αργότερα πέθανε. Μένοντας όμως για πάντα αθάνατος από τα τόσο προσωπικά του και διαχρονικά παραμύθια.

 

Πηγή εικόνας

Συντάκτης: Μαργαρίτα Αρβανιτίδου
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου