Ναζί, ολοκαύτωμα, στρατόπεδα συγκέντρωσης, μαζικές εξοντώσεις. Είναι λίγες από τις λέξεις που μπορούν να περιγράψουν τον εφιάλτη που ξεκινούσε το 1933 και μέχρι το 1945 είχε ολοκληρωθεί με τον πιο απάνθρωπο τρόπο. Με την άνοδο του Χίτλερ στην πολιτική, η ιστορία είχε ήδη αρχίσει να γράφεται. Με αφετηρία ένα μικρό κόμμα κι έναν ηγέτη αποφασισμένο να συντρίψει και να εκμηδενίσει οποιαδήποτε άλλη εξουσία κι ελεύθερη βούληση, η Γερμανία που ήταν ήδη χτυπημένη οικονομικά από τον Ά παγκόσμιο πόλεμο δελεάστηκε από το οικονομικό πλάνο που υποσχόταν ο Ναζισμός. Υπό συνθήκες κρίσης και πανικού, χιλιάδες κόσμος πίστεψε σε υποσχέσεις ευημερίας, με αντάλλαγμα την τυφλή υποταγή τους σε μια δύναμη τόσο ισχυρή.
Μια δύναμη που, όμως, λογόκρινε οτιδήποτε διαφορετικό, αντίθετο με τα πιστεύω της και τις ιδεολογίες της. Που πολύ άμεσα επέβαλε μη δημοκρατικούς νόμους, απαιτούσε προσωπολατρία και τυφλή υποταγή στον έναν και μοναδικό ηγέτη, περιθωριοποιούσε τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις κι όπως αποδείχθηκε από την ιστορία οδήγησε στον θάνατο εκατομμύρια κόσμο ως τιμωρία για την εθνικότητά τους, τη σεξουαλική τους ταυτότητα, ακόμα και για το αν ήταν ασθενείς ή είχαν κάποια αναπηρία. Η βασική αρχή του Ναζισμού είναι πως η καθαρότητα της Άριας φυλής είναι ο μοναδικός τρόπος κυριαρχίας.
Φτάνουμε λίγα χρόνια αργότερα, το 1939, που ξεσπάει ο ‘Β παγκόσμιος πόλεμος. Ήδη ο Ναζισμός και οι ρατσιστικές του αντιλήψεις έχει εισχωρήσει στην αδύναμη ψυχολογία των ανθρώπων και παντρεύεται τον φασισμό, που έχει ως βάση του τον αυταρχισμό. Έτσι και με την τυφλή υποταγή του Γερμανικού λαού, ο Χίτλερ κι οι Ναζί ξεκινούν το πιο βάναυσο κι αιματηρό σχέδιο. Για έξι χρόνια εξολοθρεύουν κι οδηγούν στον θάνατο εκατομμύρια ανθρώπους, από όλα τα μέρη της Ευρώπης. Στην πλειοψηφία Εβραίοι, Ρομά, ομοφυλόφιλοι και Πολωνοί -ανεξαρτήτως άλλων χαρακτηριστικών τους-, γυναίκες και μικρά παιδιά. Χτίζονται στρατόπεδα συγκέντρωσης και η ιστορία γράφεται με πάρα πολύ αίμα.
Η λήξη του Β παγκοσμίου πολέμου κι η καθαίρεση του Χίτλερ από την εξουσία και κατ’ επέκταση του Ναζισμού, αφήνει την Ευρώπη χτυπημένη, μετρώντας πληγές κι απουσίες ανθρώπων. Ώσπου φτάνουμε στο σήμερα. Με αμέτρητα βιβλία, ντοκιμαντέρ, εξιστορήσεις, μαρτυρίες, εικόνες για τη φρικαλεότητα εκείνης της εποχής. Με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης διασκορπισμένα σε μέρη της Ευρώπης, μουσεία πια, να μας βοηθάνε να μην ξεχάσουμε. Πώς όμως επιτρέψαμε να συμβεί όλο αυτό; Και πώς μπορούμε ν’ αποφύγουμε στο μέλλον μια τόσο φρικαλέα επανάληψη της ιστορίας
Ο Ναζισμός βασίζεται στην επιρροή που έχει στους ανθρώπους το δίπολο αδυναμίας-παντοδυναμίας. Αισθανόμενοι οι άνθρωποι ανίσχυροι, ψάχνουν μια συνθήκη πιο δυνατή από τους ίδιους, μια ασπίδα εντός της οποίας θα αισθάνονται περήφανοι που συμπεριλαμβάνονται σε μια ισχυρή ιδεολογία. Ένα κοινωνικό υπόβαθρο εύθραυστο και προβληματικό, σαφώς, που ο Ναζισμός πάτησε πάνω με τις μπότες του, το έκανε θρύψαλα κι εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη ψυχολογία της οικονομικής ύφεσης, έπεισε για την αποτελεσματικότητά του. Ο Λιούις Μάμφορντ, Αμερικανός ιστορικός, αναφέρει πως κάνοντας ένα ψυχογράφημα των ηγετών των Ναζί βρίσκουμε «υπέρμετρη υπερηφάνεια, ευχαρίστηση από την ωμή βία, νευρωτική αποσύνθεση» και πως «σε όλα αυτά κι όχι στη Συνθήκη των Βερσαλλιών ή στην ανικανότητα της Γερμανικής Δημοκρατίας έγκειται η εξήγηση του Φασισμού».
Είναι εκείνο το ζοφερό «ναι, αλλά αν δεν έχει να φάει το παιδί σου κι έρθει ένας και σου υποσχεθεί φαγητό και σπίτι για να κοιμάσαι, τι θα κάνεις;» που ακούγεται ελαφρά τη καρδία στις παρέες και συνεχίζεται με το «καλά ξεκίνησε αλλά στην πορεία το έχασε». Είναι ο υπέρτατος χειρισμός της ψυχολογίας του Ναζισμού που θριαμβεύει πάνω στην αδυναμία των ανθρώπων. Υποσχέσεις και μεγάλα λόγια, ψεύτικα ιδανικά και θαμπά οράματα, που υπόσχονται ένα μέλλον ευημερίας, δύναμης και δόξας. Οι αδύναμοι το πίστεψαν γιατί κυριολεκτικά ήταν διαλυμένοι από έναν προηγούμενο πόλεμο, οι πιο ισχυροί έβλεπαν μια χρυσή Εδέμ, μια οικονομική ανάκαμψη για δικά τους πολιτικά και στρατιωτικά συμφέροντα. Κι ο Ναζισμός βρήκε έδαφος κι όχι απλά καρποφόρησε, αλλά έγινε δάσος ολόκληρο και κατάπιε τα πάντα.
Περνώντας κανείς από την είσοδο του Άουσβιτς κι αντικρίζοντας τη γνωστή πια επιγραφή “η εργασία σε απελευθερώνει”, κάνοντας μια απλή βόλτα στο ζοφερό περιβάλλον των κοιτώνων του Νταχάου, βλέποντας στο μουσείο τρίχες και βαλίτσες και παπούτσια, άπειρες φωτογραφίες, μαρτυρίες, θα έπρεπε να αποτελεί μια διαρκή υπενθύμιση πως η ανθρώπινη ζωή είναι πάνω και πέρα από κάθε υπόσχεση για λεφτά και κυριαρχία. Κι ενώ οι πληγές ακόμη δεν έχουν κλείσει, είναι εξοργιστικό και ταυτόχρονα τρομακτικό έστω και να συζητάμε τη νομιμότητα της ύπαρξης και συνέχειας της πρακτικής αυτής.
Τι να κάνουμε; Να επαγρυπνούμε. Να μην ξεχνάμε. Να μην ψηφίζουμε με γνώμονα το εγώ. Να μην επιτρέπουμε να δημιουργούνται στερεότυπα. Να αντιστεκόμαστε στη βία. Να θυμόμαστε. Είναι η βάση για ένα πιο ανθρώπινο αύριο. Κι αυτό δεν είναι υποχρέωση μόνο όσων υπέφεραν χάνοντας τους ανθρώπους τους από τον Ναζισμό. Είναι για κάθε «τι θα κάνεις;» που παίρνει πάνω από τρία δευτερόλεπτα ν’ απαντηθεί. «Όχι αυτό.»
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου