Τουλάχιστον τώρα, ας είμαστε ειλικρινείς. Δεν υπάρχει κάτι πιο τίμιο στον έρωτα από το ξεκαθάρισμα. Όχι τα κλασικά εικονογραφημένα, τύπου «πάμε για έναν καφέ γιατί θέλω να μιλήσουμε» – αυτό μυρίζει χυλόπιτα και χωρισμό από μακριά. Το άλλο το ξεκαθάρισμα, το ηρωικό. Το «ξέρεις κάτι; Δε μου βγαίνει άλλο, δε γουστάρω, δεν πάει άλλο». Ξερό, λιτό και κοφτό, σαν εσπρεσάκι σκέτο. Πικρό μεν, τιμιότατο δε.

Κι αν αναρωτιέσαι γιατί να έρθει κάποιος κατάμουτρα να σου πει ότι δεν του κάνεις, απλά σκέψου πόσο καλύτερη και αξιοπρεπέστατη έξοδο θα κάνεις γνωρίζοντας την αλήθεια, παρά με ένα ζευγάρι κέρατα που ούτε η Lady Gaga δε θα δεχόταν να φορέσει σε κάποιο live της.

Κι επειδή πρέπει να σε προλάβω: Όταν μιλάμε για κέρατο, δε μιλάμε πάντα για το καθαρά σαρκικό κέρατο. Μπορεί να είναι και ψυχικό. Εκείνο το βλέμμα που έφυγε από σένα και πήγε στο διπλανό άτομο, αυτό το μήνυμα που δε στάλθηκε ποτέ, το «έλα μωρέ, δεν πειράζει»– που πάντα πειράζει, και στο τέλος γίνεται «έλα μωρέ, δεν υπάρχεις».

Και κάπου εκεί, που εσύ απλά θεωρείς πως η σχέση περνάει φάση –δήθεν πολλή δουλειά στο γραφείο, δήθεν κούραση– είναι η απάντηση στο ότι προσπαθεί να σε ξεφορτωθεί. Ναι, πολύ καλά διάβασες. Δεν ήταν απασχολημένο το άτομο. Ούτε καν γούσταρε να σου ξηγηθεί. Απλά βαρέθηκε, του πέρασε ή, στην τελική, δεν του άρεσες κιόλας. Που, ακόμα κι αυτό, είναι εντάξει. Το να μην είναι ξεκάθαρο, δεν είναι εντάξει.

Θέλει κότσια. Δεν είναι εύκολο. Πώς να έρθει να σε κοιτάξει στα μάτια –ή έστω την οθόνη του κινητού– και να σου πει «δε μου βγαίνει άλλο»; Δύσκολο και για τους δύο. Αλλά λυτρωτικό. Ξεκάθαρο και αποτελεσματικό. Θέλει άντερα να παραδεχτείς ότι το άτομο που του έταζες αγάπες και λουλούδια, πλέον δε σου κάνει. Δεν είναι ευχάριστο, αλλά είναι ειλικρινές. Και μεταξύ μας, ποιος θέλει να βγαίνει και να κοιμάται με κάποιον που απλά κάθεται, γιατί δεν έχει βρει κάτι καλύτερο ακόμα;

Το αστείο είναι ότι αυτό που τρομάζει τον περισσότερο κόσμο δεν είναι η αλήθεια, αλλά το background που τη συνοδεύει: δάκρυα, απορίες, η κλασική ατάκα «μα τι έκανα λάθος, αφού ήσουν μια χαρά» και φυσικά η απειλή που λέγεται μοναξιά, κι η σκέψη «σε ποιον γκόμενο να στείλω να περνάει η ώρα μου». Το μέγα λάθος. Αυτά δεν είναι ούτε φλερτ ούτε σχέσεις. Αυτά είναι παγίδες.

Και σκέψου και το χειρότερο: να ζεις το παραμύθι, να μην έχεις καταλάβει τίποτα, και να υπάρχεις σε ένα παράλληλο σύμπαν, νομίζοντας πως βρήκες το δέκα το καλό. Για αυτό: καλύτερα κατάμουτρα. Ούτε δράματα, ούτε φωνές, ούτε blame games. Τίποτα, τίποτα. Το καλό με την αλήθεια είναι ότι κάνει και γρήγορα δουλειά. Ναι, οκ, τσούζει στην αρχή – σε φάση «ποιος είσαι εσύ να απορρίψεις εμένα;» –αλλά μετά αφήνει ένα καθαρό αποτέλεσμα. Γνωρίζεις τι συμβαίνει. Παίρνεις χρόνο με τον εαυτό σου –είτε να κλάψεις είτε να το κράξεις– αλλά γνωρίζεις πως ήταν τίμια/ος απέναντί σου.

Ξέρεις. Δεν είσαι στο σκοτάδι. Ενώ το κερατάκι που δεν έμαθες ποτέ, μοιάζει με χαλασμένο φαγητό: το έφαγες, δεν το ήξερες, και όμως κάτι άρχισε να σε χαλάει. Δε σε σκοτώνει, αλλά αρχίζει να σε αρρωσταίνει σιγά σιγά. Νιώθεις ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά δεν μπορείς να το ανακαλύψεις.
Και εκεί είναι το χειρότερο: ο χρόνος που χάνεις. Κι αυτός δε γυρνάει πίσω. Οπότε ναι! Ας έρθει να στο πει ξεκάθαρα, έντιμα και με όσο θάρρος έχει απομείνει. Από το να εξαφανιστεί και να αρχίσει τα παιδιάστικα «δεν είμαστε σε ίδια φάση, έχω δουλειές, δεν έχω χρόνο» και όλες αυτές τις μπούρδες, καλύτερα να τελειώσει τίμια και καθαρά.

Κανένα τέλος δεν είναι εύκολο. Αλλά από το αόρατο κέρατο, καλύτερα ένα τέλος. Η καρδιά – πρώτα – και το μυαλό – μετά – θα ξεπεράσουν μια απώλεια. Μια κοροϊδία όμως;

Γιατί, ξέρεις τι λένε;
Όλοι την ιστορία τους τελευταίοι τη μαθαίνουν.

 

Συντάκτης: Μαίρη Ροβίθη