Όσο καιρό ήμασταν μαζί, ούτε μια στιγμή δεν είχε περάσει απ’ το μυαλό μου ότι κάτι θα χάλαγε σ’ αυτό που είχαμε. Δεν είχα ξαναζήσει τέτοιον έρωτα, τέτοιο πάθος, τέτοια χημεία. Ήμασταν και φίλοι και γκόμενοι κι αυτό ήταν που γούσταρα τρελά. Κάναμε μαζί τα πιο απίστευτα πράγματα. Μεθούσαμε, ξενυχτάγαμε, χορεύαμε, γελάγαμε πολύ.
Και το πιο απίστευτο; Το σεξ. Τρελό σεξ, πολύ σεξ και παντού.
Ταράτσες, ασανσέρ, πάρκινγκ, τρένα, δημόσιοι χώροι. Δοκιμάζαμε κι αυτό, κι εκείνο και το άλλο. Ήταν σαν πρόκληση το σεξ για εμάς, σαν παιχνίδι. Κάθε μέρα κι από ένα διαφορετικό παιχνίδι. Είχα γίνει από υπηρέτρια, catwoman κι από μαθήτρια, πόρνη.
Είχα καταρρίψει κάθε ανασφάλεια και κάθε ταμπού μαζί σου και οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν τρομερά ξεσηκωτικό. Είχε κάτι που με αναστάτωνε.
Κάποια στιγμή όμως χτύπησε και τη δική μας πόρτα η ρουτίνα.
Εκείνο το βράδυ καθόμασταν στον καναπέ και βλέπαμε ταινία. Μόλις έπεσαν οι τίτλοι τέλους γυρίσαμε ταυτόχρονα και κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον. Συνειδητοποιήσαμε και οι δύο ότι ήταν η τρίτη φορά μες στη εβδομάδα που βλέπαμε ταινία. Και το πιο ανησυχητικό, ότι δεν την αφήσαμε καμία φορά στη μέση για να κάνουμε σεξ.
Κοιταζόμασταν για λίγη ώρα στα μάτια, χωρίς να μιλάμε. Οι σιωπές και των δύο όμως φώναζαν: «Να κάνουμε σεξ; Και τι να κάνουμε; Αφού τα έχουμε κάνει όλα».
«Θες να κάνουμε παρτούζα;» μου είπες, και μου πετάχτηκε η βότκα από τη μύτη.
Δεν ξέρω πώς κατάφερες και με έπεισες.
Δύο βράδια αργότερα κανονίστηκε το ραντεβού. Έντεκα το βράδυ, κάτω από το ξενοδοχείο. Εγώ μαζί σου κι ένας φίλος σου με την κοπέλα του.
Δε θα ξεχάσω το ταραγμένο βλέμμα της όταν με πρωτοαντίκρισε.
Ανεβήκαμε πάνω και μπήκαμε σ’ ένα τεράστιο δωμάτιο με χαμηλό φωτισμό, ένα τεράστιο υπέρδιπλο, στρογγυλό κρεβάτι στη μέση με μαύρα σατέν σεντόνια. Το ταβάνι καλυμμένο με καθρέπτη και σε μια γωνία ένα μίνι μπαρ. Τέσσερα ποτήρια, πάγος και βότκα.
Ο φίλος σου μου πήρε τη ζακέτα και με ρώτησε αν θέλω πάγο στην βότκα. Στα μάτια του και στον ήχο της φωνής του υπήρχε κάτι τόσο αισθησιακό που καθώς έβαζε τη βότκα μου και μου μιλούσε, ένιωσα εκεί κάτω του πρώτους σπασμούς.
Καθίσαμε στο κρεβάτι. Είχαμε πει να μιλήσουμε λίγο και να πιούμε δυό-τρία ποτά, να χαλαρώσουμε πριν ξεκινήσει το παιχνίδι. Εγώ όμως είχα ξεκινήσει ήδη να υγραίνω, χωρίς να έχω καταλάβει πώς. Δεν άκουγα τίποτα από ό,τι λέγατε. Έβλεπα μόνο τα χείλη του να ανοιγοκλείνουν και τα φανταζόμουν να κατασπαράζουν τα πιο ευαίσθητά μου σημεία. Κι εκείνος το είχε καταλάβει.
Σηκώθηκα όρθια στο κρεβάτι και άρχισα να γδύνομαι. Ήθελα να τον προκαλέσω, να τον νιώσω. Εσύ και η κοπέλα του είχατε σβηστεί από γύρω.
Με κοίταγε αποσβολωμένος και δάγκωνε τα χείλη του. Ξέρω ότι είναι χαζή κίνηση, αλλά εγώ κάβλωσα. Άφησα το χέρι μου να κατέβει χαμηλά και τότε με άρπαξε και με τράβηξε πάνω του. Κράτησε το πρόσωπο μου στις παλάμες του, πέρασε τη μύτη του από τα μαλλιά μου και μου ψιθύρισε στο αυτί ότι περίμενε αυτή τη στιγμή από την πρώτη φορά που με είδε.
Με κόλλησε πάνω του και με φίλαγε αργά κι αισθησιακά, ενώ τα χέρια του έκοβαν βόλτες σε όλο μου το κορμί.
Κάποια στιγμή με ξάπλωσε και τα χέρια του έδωσαν τη σκυτάλη στη γλώσσα του. Αργά και βασανιστικά. Από τον καθρέπτη σε είδα να έχεις ήδη την κοπέλα του στα τέσσερα και να την πηδάς. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αηδίασα.
Έσκυψα το βλέμμα και τον έβλεπα ανάμεσα στους μηρούς μου να με βασανίζει αχόρταγα.
Με κοίταγε στα μάτια την ώρα που με γέμιζε με τον χοντρό ανδρισμό του κι ένιωσα να μου κόβεται η ανάσα.
Γιατί δεν είχα νιώσει έτσι ποτέ μαζί σου; Γιατί εσένα έπρεπε να σε καθοδηγώ, ενώ εκείνος ήξερε ακριβώς τι να κάνει και πότε;
Δεν ξέρω τι έφταιγε ή τι έγινε. Ξέρω μόνο ότι τον ερωτεύτηκα.
Και ότι ακόμα και σήμερα, οκτώ χρόνια μετά, παντρεμένοι και με δύο παιδιά, δεν έχει περάσει μέρα που να μη νιώθω ευτυχισμένη, μέρα που να μη με καβλώνει, ταινία που που δεν έχουμε αφήσει στη μέση για να κάνουμε έρωτα.
Συγνώμη και σε ευχαριστώ.