Η ανάσα βαριά να βγαίνει δύσκολα απ’ τα χείλη σου, το στέρνο ν’ ανεβοκατεβαίνει αναζητώντας το χαμένο αέρα, το μυαλό μουδιασμένο πίσω απ’ τα κλειστά μάτια κι εσύ ένα βρεγμένο κορμί φυσικά και τεχνητά -γιατί και τα πρόσθετα μόνο ευχαρίστηση μπορούν να προσθέσουν αν χρησιμοποιηθούν σωστά.
Ο αέρας πνιγμένος στις μυρωδιές· τις σωματικές, που πετάνε τις αναμνήσεις των προηγούμενων λεπτών δυνατά στην τωρινή κενότητα του μυαλού και τις άλλες τις χρωματιστές και γαργαλιστικές. Κοιτάζεις το περιβάλλον και γελάς πνιγμένη όπως είσαι στα λάδια -κι αν δεν είσαι μόνη, γελάς και με την υγρή σου παρέα. Γιατί αυτό είναι το ερεθιστικά απολαυστικό με τα έλαια· μπορούν να απλωθούν τόσο στη μοναξιά όσο και με συντροφιά.
Το σώμα σου ήθελε να αγγιχτεί, να εκστασιαστεί, να τρέμει με τις σκέψεις σου. Οι σταγόνες έπεσαν χλιαρές στο στομάχι σου κι έσταξαν αργά προς τον αφαλό. Άγγιξες τα σημεία που έπεσαν κι ιχνηλάτησες όλη την πορεία τους ενώ η λογική είχε ήδη αρχίσει να χάνεται. Άφησες κι άλλες να υγράνουν το στέρνο σου και να κυλήσουν στη βάση του λαιμού σου.
Εκείνες τις άφησες μόνες, τα μάτια σου ήδη στην αριστερή ερεθισμένη σου ρώγα. Χαμογέλασες ξέροντας τι ερχόταν κι άφησες το λάδι να την αγγίξει, καθώς στο μυαλό σου η αίσθηση ήταν γλώσσας τρεμάμενης απ’ την προσμονή. Άφησες το κεφάλι να πέσει, με τις σταγόνες να γλιστρούν στις καμπύλες του στήθους σου, να περνούν απ’ τη μέση ή τη βάση του στομαχιού σου.
Τα μάτια κλειστά ενώ τα δάχτυλα άλειφαν κυκλικά τις τελευταίες σταγόνες εκεί, το δέρμα γλιστερό και σφιχτό κάτω απ’ το άγγιγμά σου. Η αίσθηση της παλάμης σου να κλείνει πάνω απ’ το υγρό φούσκωμα να στέλνει νοητά ηλεκτροσόκ στο σημείο σου κάτω, εκείνο που φώναζε για σημασία, για ικανοποίηση.
Και του την έδωσες με την ανάσα σου να κόβεται στην επαφή με το λάδι, που κυλούσε παντού, ξεγλιστρούσε και γλιστρούσε ιδανικά ανάμεσα και πάνω απ’ τα κατάλληλα σημεία. Δάγκωσες το χείλος σου και χαμογέλασες ξανά στην αίσθηση. Τα δάχτυλα τώρα γλιστρούσαν κι εκείνα κι αυτή η υγρασία -αυτή η υγρασία μπορούσε να σε τρελάνει. Και πωρώθηκες με την ευκολία που έμπαινες κι έβγαινες, με το πόσο ερεθισμένη ένιωθες, με το πόσο γρήγορα έφτασες στα όριά σου και πόσο δυνατά γρύλιζε το ζώο μέσα σου. Κι αφέθηκες στην ανύπαρκτη τριβή που μόνο να σε τρελάνει περισσότερο μπορούσε.
Ή αφέθηκες στα χέρια του παρτενέρ σου που δεν άντεχε άλλο να σε βλέπει απλώς και να παίζει με τον εαυτό του. Άρπαξε το λάδι και με ταιριαστές κινήσεις σε «έχυσε» με το μαγικό λάδι. Τα χέρια ξεκίνησαν με αργές, αλλά δυνατές κινήσεις να τρίβουν απ’ τα πλευρά μέχρι και τους γοφούς ενώ εσύ είχες ήδη αρχίσει να αναστενάζεις.
Τώρα μετακινούνταν στην κοιλιά σου και κατέληγαν στα ποταμάκια που οδηγούσαν στο σημείο σου και μία στο στήθος σου. Μερικές φορές ξέφευγαν επιτηδευμένα κι έφταναν στο στέρνο και το λαιμό σου. Στιγμιαία σφίγγονταν γύρω του κι έπειτα τα δάχτυλα το έσκαγαν προς το σβέρκο και το πίσω μέρος των αυτιών σου κι αυτόματα οι ρώγες σου ερεθίζονταν κι άλλο.
Οι ώμοι, τα μπράτσα, οι πήχεις, οι καρποί και τα δικά σου δάχτυλα είχαν συνέχεια. Η ελαφριά πίεση κι η ενέργεια του άλλου σώματος να σε διεγείρουν υπερβολικά για να καθίσεις ήσυχη. Το λάδι ήταν και πάλι υπό την κατοχή σου κι αφού έγλειψες το άλλο ερεθισμένο μέλος, το έβρεξες κι άκουσες αναστεναγμούς. Μα όταν το άγγιξες ή έπιασες στα χέρια σου, τότε ήρθαν τα βογκητά.
Όταν γαργάλισες το μικρό φούσκωμα ανάμεσα στα κάτω χείλη ή ανεβοκατέβασες το πετσάκι, τότε άδειασε εντελώς το μυαλό κι άρχισε να ξυπνά και το άλλο ζώο. Όταν το λάδι έφτασε πιο κάτω και τα δάχτυλα χώθηκαν μέσα της ή αγκάλιασαν το σάκο του, τότε ήταν που έγινε η έκρηξη και δεν ήταν πια ο άνθρωπος, δεν ελεγχόταν από πρέπει και κανόνες παρά μόνο από τα ένστικτα. Και τότε, απλά έγινε χαμός.
Και τώρα χαμογελάς ξανά κι αναστενάζεις. Ένα λάδι μπορεί να κάνει θαύματα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη