Κάθε απόλαυση έχει ψυχή και ψάχνει ένα σώμα για να το αγριέψει, μιας κι αυτή η διογκωμένη ευχαρίστηση όταν συμβαίνει, θέλει να δράσει για να εκτονωθεί. Είναι τέτοια η ορμή, που τραντάζει και τότε παραληρείς. Αν δεν είναι η μεγαλύτερη ικανοποίηση, είναι σίγουρα η πιο πολυδιαβασμένη, φωτογραφημένη κι αυτή που έχει αποδομήσει τον εαυτό της όσο καμιά άλλη. Η διασκέδαση, η ανάταση, η ισορροπία, η ανακάλυψη-κάλυψη, η λαγνεία, η σοφία, η εμπειρία, η νοστιμιά, κι αν συνεχίσω θα γεμίσω αρκετές γραμμές από λέξεις για την απόλαυση της επαφής.
Κάθε εποχή είχε τη δική της ιστορία αλλά όταν η επανάσταση επί του θέματος αυτού συνέβη, καταργήθηκαν τα πολλά αρνητικά συνώνυμα που είχανε δοθεί για τον ερωτισμό. Η λογοτεχνία ήταν ο τρόπος έκφρασης των συγγραφέων για να δείξουν τη σημασία του και να αλλάξουν τη μέχρι τότε μορφή του. Από την άλλη έκανε τους αναγνώστες να πατήσουν σε άγνωστα μονοπάτια που οι κοινωνικοί ιστοί είχανε κρυμμένα. «Πρέπει να ζήσουμε όσοι κι αν είναι οι ουρανοί που τσακίστηκαν» λέει η γοητευτική Κόνι Τσάτερλυ στο έργο του Χ. Λόρενς, ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας που έγινε διάσημο αρχικά για το προχωρημένο περιεχόμενο του. Με το σήμερα πια, να είναι πιο ξεκάθαρο και ελεύθερο, τα δύσκολα εκείνα χρόνια περάσανε στη λήθη κι ο απρεπής, ακόλαστος έρωτας πήρε τελικά τη θέση του στο θρόνο.
Όταν η κορύφωση αξίζει, το σώμα παύει να υπάρχει. Τα άκρα σου δεν έχουν βάρος, το κορμί σου περνάει σε φάση αιώρησης και μοιάζει σαν να έχεις βάλει το κεφάλι σου σε ένα φούρνο μικροκυμάτων που το ζεσταίνει αργά για να το ανατινάξει. Πάνω σε αυτό το σώμα αντιδρά και κάποιες φορές λίγο παραπάνω. Θα σκεφτόταν κανείς, ότι ένα κλάμα δεν αρμόζει σε μια τέτοια σκηνή. Αν όμως αναλογιστείτε τις φορές που έχετε γελάσει μέχρι δακρύων, δε φαίνεται αλλόκοτο που αυτά τα δύο πάνε και μαζί!
Θα απομονώσω την περίπτωση που η πράξη είναι για κλάματα γιατί τότε δε νομίζω να πλημμυρίζει με υγρασία η κόρη του ματιού και θα μείνω λίγο σε αυτά τα συναισθηματικά δάκρυα που έρχονται να μπαλώσουν τα σκισίματα της ψυχής. Σου ανοίγουν το δρόμο -μπορεί να είναι μακρύς- αλλά είναι αρκετός για να αποβάλει από μέσα σου αυτό το κάθε τι και να φτάσεις άδειος και με χώρο για να ξαναφορτώσεις. Σου κάνει το χατίρι εκείνο το πύρινο δάκρυ και σύμφωνα με τους προγόνους μας λειτουργεί σαν ένα είδος καθαρτικού, που μας αποξηραίνει και μας καθαρίζει.
Οι θεραπευτές ισχυρίζονται πως όταν συμβεί πάνω στην κορύφωση, τότε η συναισθηματική κορύφωση, η εγγύτητα και η οικειότητα με τον παρτενέρ σου είναι τόσο υψηλή που ακούσια θαμπώνουν τα μάτια από υγρές σταγόνες ευτυχίας. Αλλά αυτό το απόλυτο δε συμβαίνει συνέχεια γι’ αυτό είναι και μοναδικό. Εάν έστω και μια φορά το έχετε βιώσει τότε συγκαταλέγεστε στην ομάδα των τυχερών.
Το κατά εξακολούθηση όμως σέρνει πίσω του ανοιχτές υποθέσεις που πρέπει να κλείσουν. Η απαρίθμηση των αιτιών θα ήταν το μόνο εύκολο. Το σύνηθες άγχος, οι ηθικοί φραγμοί που σκορπίζουν τη δίνη, οι άσχημες αναμνήσεις που περνάνε σαν αστραπή, τα ενοχικά συναισθήματα που σε αφήνουν ανυπεράσπιστο θα μπορούσαν να είναι λόγοι μιας μελαγχολικής διάθεσης μετά από ερωτική συνεύρεση.
Αυτή η θλίψη, σύμφωνα με τους ειδικούς έχει όνομα: post-coital dysphoria και περιγράφει τη λύπη που νιώθεις όταν η πράξη φτάνει στην κορύφωση και στο τέλος της. Ερευνητικές ομάδες θεραπευτών μετά από μελέτες καταλήγουν ότι το φαινόμενο αυτό ανήκει εξίσου σε άνδρες και γυναίκες. Η έρευνα βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο ακόμα, αλλά πιστεύεται ότι έχει να κάνει με την έκκριση ορμονών, ειδικά στις γυναίκες που απελευθερώνουν την οξυτικίνη, που μεταφέρει μηνύματα αγάπης, σύνδεσης και προσκόλλησης.
Η επαφή έχει αποδεδειγμένα οφέλη για τα σώμα κι επιδρά θετικά στη διάθεσή μας. Το κλάμα, από την άλλη, είναι κάθαρση κι εξιλέωση. Μπροστά στον έρωτα είσαι ευάλωτος, το μυαλό φεύγει και περιπλανιέται, ζεις στιγμές μοναδικές που η κρίση και η αυτογνωσία σε φέρνουν στο σημείο να δεις ό,τι πραγματικά είσαι. Κι είναι σαν να μας κάνουν τη χάρη τα μάτια μας, να έρθουμε σε αυτό το θεϊκό σημείο αγγίζοντας για λίγο την απόλυτη σύνδεση. Όπου λύπη, χαρά κι ολοκλήρωση γίνονται ένα κουβάρι, όπως ακριβώς και τα σώματα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου